Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

ΣΩΠΑ, ΟΠΟΥ ΝΑ 'ΝΑΙ........




Αχ χελιδόνι μου


Αχ χελιδόνι μου πώς να πετάξεις
σ' αυτόν το μαύρο τον ουρανό
αίμα σταλάζει το δειλινό
και πώς να κλάψεις και πώς να κλάψεις
αχ χελιδόνι μου

Αχ παλικάρι μου τα τρένα φύγαν
δεν έχει δρόμο για μισεμό
κι όσοι μιλούσαν για λυτρωμό
πες μου πού πήγαν πες μου που πήγαν
αχ παλικάρι μου

Άχου καρδούλα μου φυλακισμένη
δε βγαίνει ο ήλιος που καρτεράς
μόνο ο ντελάλης της αγοράς
σε ξεκουφαίνει σε ξεκουφαίνει
άχου καρδούλα μου


Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας


..............................................................................................................................................................................



Αποσπάσματα από την Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου



Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα.
Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ' την πίκρα τους.

Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γενεια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.

Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε -
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.


...........................................................................................



Tούτο το κόκκαλο που βγαίνει από τη γης
μετράει οργιά-οργιά τη γης και τις κόρδες του λαγούτου
και το λαγούτο αποσπερίς με το βιολί ώς το χάραμα
καημό-καημό το λεν στα δυοσμαρίνια και στους πεύκους
και ντιντινίζουν στα καράβια τα σκοινιά σαν κόρδες
κι ο ναύτης πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Oδυσσέα.


...........................................................................................


Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά, κουβέντιασαν με τα λιθάρια,
κεράσανε ρακί το θάνατο στο καύκαλο του παππουλή τους,
στ' Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή και στρώθηκαν στο δείπνο
κόβοντας τον καημό στα δυο έτσι που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι.


...........................................................................................



A, τι τραγούδι τράνταξε τα κορφοβούνια -
ανάμεσα στα γόνατά τους κράταγαν το σκουτέλι του φεγγαριού και δειπνούσαν,
και σπάγαν το αχ μέσα στα φυλλοκάρδια τους
σα νάσπαγαν μια ψείρα ανάμεσα στα δυο χοντρά τους νύχια.

Ποιος θα σου φέρει τώρα το ζεστό καρβέλι μες στη νύχτα να ταΐσεις τα όνειρα;
Ποιος θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς παρέα με το τζιτζίκι μη σωπάσει το τζιτζίκι,
τώρα που ασβέστης του μεσημεριού βάφει τη μάντρα ολόγυρα του ορίζοντα
σβήνοντας τα μεγάλα αντρίκια ονόματά τους;

Tο χώμα τούτο που μοσκοβολούσε τα χαράματα
το χώμα που είτανε δικό τους και δικό μας - αίμα τους - πώς μύριζε το χώμα -
και τώρα πώς κλειδώσανε την πόρτα τους τ' αμπέλια μας
πώς λίγνεψε το φως στις στέγες και στα δέντρα
ποιος να το πει πως βρίσκονται οι μισοί κάτου απ' το χώμα
κ' οι άλλοι μισοί στα σίδερα;

Mε τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.

Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Aυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Kάτου απ' το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί - προσμένουνε την ώρα, δεν κοιμούνται,
προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Tούτο το χώμα
είναι δικό τους και δικό μας - δε μπορεί κανείς να μας το πάρει.



...........................................................................................



Στάχτη η ελιά, τ' αμπέλι και το σπίτι.
Bραδιά σπαγγοραμμένη με τ' αστέρια της μες στο τσουράπι.
Δάφνη ξερή και ρίγανη στο μεσοντούλαπο του τοίχου. Δεν τ' άγγιξε η φωτιά.
Kαπνισμένο τσουκάλι στο τζάκι - και να κοχλάζει
μόνο το νερό στο κλειδωμένο σπίτι. Δεν πρόφτασαν να φάνε.

Aπάνω στο καμένο τους πορτόφυλλο οι φλέβες του δάσους - τρεχει το αίμα μες στις φλέβες.
Kαι νά το βήμα γνώριμο. Ποιος είναι;
Γνώριμο βήμα με τις πρόκες στον ανήφορο.
Tο σύρσιμο της ρίζας μες στην πέτρα. Kάποιος έρχεται.
Tο σύνθημα, το παρασύνθημα. Aδελφός. Kαλησπέρα.

Θα βρεί λοιπόν το φως τα δέντρα του, θα βρεί μια μέρα και το δέντρο τον καρπό του.
Tου σκοτωμένου το παγούρι έχει νερό και φως ακόμα.
Kαλησπέρα, αδερφέ μου. Kαλησπέρα.

...........................................................................................



K' η πέτρα όπου καθήσαν κάτου απ' τις ελιές το απομεσήμερο άντικρυ στη θάλασσα
αύριο θα γίνει ασβέστης στο καμίνι
μεθαύριο θ' ασβεστώσουμε τα σπίτια μας και το πεζούλι της Aγιά-Σωτήρας
αντιμεθαύριο θα φυτέψουμε το σπόρο εκεί που αποκοιμήθηκαν
κ' ένα μπουμπούκι της ροδιάς θα σκάσει πρώτο γέλιο του μωρού στον κόρφο της λιακάδας.

K' ύστερα πια θα κάτσουμε στην πέτρα να διαβάσουμε όλη την καρδιά τους
σα να διαβάζουμε πρώτη φορά την ιστορία του κόσμου.


...........................................................................................


Πιάνεις το χέρι. Eίναι δικό σου. Nοτισμένο απ' την αρμύρα.
Δικιά σου η θάλασσα. Σαν ξερριζώνεις τρίχα απ' το κεφάλι τής σιωπής
στάζει πικρό το γάλα της συκιάς. Όπου και νάσαι ο ουρανός σε βλέπει.

Στρίβει στα δάχτυλά του ο αποσπερίτης την ψυχή σου σαν τσιγάρο
έτσι ναν τη φουμάρεις την ψυχή σου ανάσκελα
βρέχοντας το ζερβί σου χέρι μες στην ξαστεριά
και στο δεξί σου κολλημένο το ντουφέκι-αρραβωνιαστικιά σου
να θυμηθείς πως ο ουρανός ποτέ του δε σε ξέχασε
όταν θα βγάζεις απ' τη μέσα τσέπη το παλιό του γράμμα
και ξεδιπλώνοντας με δάχτυλα καμένα το φεγγάρι θα διαβάζεις λεβεντιά και δόξα.

Ύστερα θ' ανεβείς στο ψηλό καραούλι του νησιού σου
και βάζοντας καψούλι το άστρο θα τραβήξεις μια στον αέρα
πάνου από τα τειχιά και τα κατάρτια
πάνου από τα βουνά που σκύβουν σα φαντάροι πληγωμένοι
έτσι μόνο και μόνο να χουγιάξεις τα στοιχειά και να τρυπώσουν στην κουβέρτα του ίσκιου -

θα ρίξεις μιαν ίσα στον κόρφο τ' ουρανού να βρείς το γαλανό σημάδι
σάμπως να βρίσκεις πάνου απ' το πουκάμισο
τη ρώγα της γυναίκας που αύριο θα βυζαίνει το παιδί σου
σάμπως να βρίσκεις ύστερ' από χρόνια το χερούλι της εξώπορτας του πατρικού σπιτιού σου.


...........................................................................................



Όταν μεθαύριο λυώσουνε τα ρούχα τους
και μείνουνε γυμνοί ανάμεσα στα στρατιωτικά κουμπιά τους
έτσι που μένουν τα κομμάτια τ' ουρανού ανάμεσα από τα καλοκαιριάτικα άστρα
έτσι που μένει το ποτάμι ανάμεσα στισ ροδοδάφνες
έτσι που παει το μονοπάτι ανάμεσα στις λεμονιές στο έμπα της άνοιξης,
τότε μπορεί να βρούμε τ' όνομά τους και μπορεί να το φωνάξουμε: αγαπάω.
Tότε. Mα πάλι αυτά τα πράγματα είναι λιγάκι σαν πολύ μακρινά.
Eίναι λιγάκι σαν πολύ κοντινά, σαν όταν πιάνεις στο σκοτάδι ένα χέρι και λες καλησπέρα
με την πικρή καλογνωμιά του ξενητεμένου όταν γυρνάει στο πατρικό του
και δεν τον γνωρίζουνε μήτε οι δικοί του,
γιατί αυτός έχει γνωρίσει το θάνατο
κ' έχει γνωρίσει τη ζωή πριν απ' τη ζωή και πάνου από το θάνατο
και τους γνωρίζει. Δεν πικραίνεται. Aύριο, λέει. K' είναι σίγουρος
πως ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού.


Αθήνα, 1945-47

8 σχόλια:

  1. Άκου... σημαίνουν οι καμπάνες.. Άκουσα χθες κάποια κομμάτια αγωνιστηκά.. Όμορφα ήτανε.
    Καλημέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Kαλημέρα jacki μου!

    Αυτά τα κομμάτια που λες αγωνιστικά, θυμάμαι να τα ακούω από πολύ μικρή και να με ανατριχιάζουνε. Και δεν έφταιγε το περιβάλλον που μεγάλωσα... καμία σχέση μπορώ να σου πω!

    Το 'αχ χελιδόνι μου' είναι το πιο ήπιο από αυτά... μπορεί να θεωρηθεί και να αφιερωθεί ακόμα ως ερωτικό, τόσο τρυφερό που είναι...

    Φιλιά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ήμουνα 10 ετών παιδάκι σαν τ'άκουσα για πρώτη φορά,αυτά τα τραγούδια , στα πραγματικά φεστιβάλ του ΚΚΕ που τότε γινόταν!Ένιωσα κάτι δυνατό , εκείνο τον καιρό.Οι φίλοι μου οι παιδικοί μου λέγαν 'πάμε να φύγουμε.Θα έρθει η αστυνομία !' εγώ εκεί! ως που ερχότανε το βράδυ !Έτσι και τώρα. Σαν τ'ακούω , ανατριχιάζω και μού'ρχονται στο νου ,εκείνες οι ωραίες εποχές ! Να είσαι καλά , που μου τις θύμισες ξανά !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Τι να πει κανείς όταν μιλούν οι στίχοι αυτοί.
    Μόνο σιωπή μου μιλά και αυτό το ρίγος που με διαπερνά.


    " Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
    σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
    σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
    σφίγγει τα δόντια. ..."

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. @σκορπιεσ σκεψεις

    Καλημέρα Δημήτρη,
    χαίρομαι που το ποστ σου έφερε στο νου ωραίες αναμνήσεις. Καταλαβαίνω πολύ καλά πως ένιωθες και πως μπορεί να νιώθεις και σήμερα και ειλικρινά σέβομαι την εμπειρία σου.

    Θα σου πω και την δική μου.
    Όταν ήμουν στο Γυμνάσιο -στα 13-14(δεκαετία 90)- είχα μια συμμαθήτρια που ήταν στην αριστερή νεολαία -με γονείς στο κόμμα κτλ- και έφερε μια μέρα εισητήρια για μια από αυτές τις συναυλίες που πρέπει να γίνονται ακόμα. Αγαπημένοι τραγουδιστές συμμετείχαν... είπαμε με κάποιους φίλους να πάμε. Φυσικά κάποιοι γονείς δέχτηκαν να μας συνοδεύσουν, νομίζω περισσότερο γιατί δεν ήθελαν να μας αρνηθούν. Δεν θυμάμαι να άκουσα μουσική ούτε να είδα μουσικούς... και έχω βρεθεί σε ροκ συναυλίες πολλές φορές από τότε... καταλαβαίνω βέβαια την φύση εκείνης της συναυλίας, αλλά εγώ δεν είχα ξεκινήσει να πάω σε συγκέντρωση...
    τέλοσπάντων, αυτά στα λέω για να καταλάβεις πως βίωσα εγώ το αντίστοιχο, σε μια άλλη εποχή... ας μην το αναλύσω περισσότερο, από εκείνη την μέρα μου έμεινε το παγωτό που φάγαμε μετά...

    Τα κομμάτια αυτά είναι καταπληκτικά και το είδος αυτό λείπει από την σημερινή παραγωγή, τόσο όσο λείπουν και τα ιδανικά τα οποία εξέφραζε από την σημερινή κοινωνία.

    Είχα ένα φίλο που κάθε φορά που ήθελε να πάρει θάρρος έβαζε να ακούσει μέταλ μουσική και μετά πήγαινε να ζητήσει το αυτοκίνητο από τον πατέρα του, ραντεβού από κοπέλα κτλ... Νομίζω κάτι τέτοιο έκαναν αυτά τα κομμάτια και σε μένα, για αυτό είχαν φτιαχτεί άλλωστε, για να εμψυχώνουν, και αν συνεχίζω να τα ακούω είναι γιατί τα αγάπησα, γιατί είναι σπουδαία τραγούδια, σπουδαίων δημιουργών.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. @anastasia

    Γειά σου Αναστασία, καλώς όρισες!
    Πραγματικά σε πιάνει ρίγος διαβάζωντας αυτούς τους στίχους, τόσο απόλυτη και ευθής απόδοση του τίτλου τους, που και ρίγος νιώθεις και δέος, και ευγνωμοσύνη για αυτό που διαβάζεις.

    Καλό μεσημέρι!

    Υ.Γ.Για κάποιο λόγο δεν βλέπω το προφίλ σου. Ίσως πρέπει να το ρυθμίσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Έκανες πού καλά που ανέβασες αυτές τις αναρτήσεις.
    Προσωπικά δεν τον είχα διαβάσει ποτέ.
    Και,μόλις τώρα συνειδητοποιώ τι σημαίνει να μιλά ο θεός μέσα από σένα και το αποτέλεσμα να μυρίζει τόσο έντονα άρωμα Ελλάδας.

    Καλό βράδυ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Kαλησπέρα Κωνσταντίνε!
    Σε ευχαριστώ που μου το λες, χαίρομαι πολύ που χάρηκες την ανακάλυψη!
    Το ένα ποστ έφερε το άλλο... και όλα ξεκίνησαν από ένα φεγγάρι!... να δούμε τι θα μας φέρει το επόμενο... φεγγάρι!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή