Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

23 Μάρτη



Σαν σήμερα είχε γενέθλια ο πατέρας. Δηλαδή δεν ήταν και σίγουρη η γιαγιά. Ή σήμερα ή του Ευαγγελισμού έλεγε… κι εμείς διαλέγαμε το γιορτινό τραπέζι να μην έχει μπακαλιάρο και σκορδαλιά! Μα ήταν αυτή η γιορτή, τα γενέθλια του πατέρα, σαν πύλη για την Άνοιξη, σαν πρώτη ανάσα ανθισμένης λεμονιάς. Θυμάμαι που τρέχαμε το πρωί στα γύρω μαγαζιά να πάρουμε από το χαρτζιλίκι μας κάτι μικρό να του χαρίσουμε μόλις θα επέστρεφε από τη δουλειά και ήταν η πρώτη φορά που το σκάγαμε χωρίς να πάρουμε μπουφάν και καθώς τρέχαμε στα πεζοδρόμια και στις πλάκες τις πλατείας κλωτσούσαμε με τα πόδια μας τις ηλιαχτίδες κι εκείνες τσαντίζονταν και μας τραβούσαν από τα αφτιά, να ξεχάσουμε το μαγαζάκι του κυρ Ηλία και να τρέξουμε στο λόφο με τα χαμομήλια.
-Ουφ έσκασα.. έλεγες και έμενες με το φανελάκι
Εγώ έκανα υπομονή να περάσει το λαχάνιασμα, να μην ιδρώνω πια και καθόμουν κάτω και περίμενα πότε θα ηρεμήσει η καρδιά…
-Πάμε να του φτιάξουμε μια μεγάλη ζωγραφιά;
-Πάλι ζωγραφιά; Και τι να την κάνει;
Μου την έδινες όταν στα δώδεκα χρόνια σου, κλεισμένα πια, ακουγόσουν ίδιος οι μεγάλοι.
-Όχι όχι, άκου! Αυτή θα είναι αλλιώτικη, πολύ πολύ μεγάλη, θα φτάνει ως τον ουρανό και πιο ψηλά.
-Ναι δεν το ‘πα καλά, έπρεπε να σε ρωτήσω και πού θα την βάλει;
Έσκυψα το κεφάλι. Σκεφτόμουν όμως ότι θα του άρεσε του μπαμπά. Κι αν δεν θα έπαιρνε αυτήν την ημέρα που ήταν δικιά του, μια τόσο μεγάλη χαρά, εσύ θα έφταιγες και άλλος κανένας. Θα ήθελα να μην ήσουν μεγαλύτερος ούτε και πιο δυνατός από μένα…
-Εντάξει θα του φτιάξουμε μια μεγάλη ζωγραφιά! Έτσι δήλωσες κι εγώ έμεινα να σε κοιτάζω σαστισμένη για πολύ ώρα
Πάμε και θα δεις, σήκω. Και σηκώθηκα.
Έτρεξες μπροστά κι εγώ τίναξα τα ρούχα μου από τα χώματα και καθώς σε ακολουθούσα ένα ένα πετούσα τα χαμομήλια που είχαν ζαρώσει μέσα στις ιδρωμένες χούφτες μου, έως ότου δεν έμεινε κανένα, όλα ξεκινούσαν τωρα.
Και μόλις μπήκαμε στο σπίτι έτρεξες και κατέβασες από την βιβλιοθήκη που το είχε ακουμπήσει η μαμά λίγες μέρες πριν που τακτοποιούσε, ένα μεγάλο χαρτόνι. Στο είχαν δώσει για να κάνεις μια εργασία στο σχολείο, ένα κολάζ ήταν, θυμάμαι ότι είχε πολλές φωτογραφίες πάνω κομμένες από περιοδικά με δέντρα και παραλίες -κάτι για το περιβάλλον- και άρχισες μία μία και τις ξεκολλούσες. Είχα την εντύπωση ότι ήσουν πολύ περήφανος για εκείνη την εργασία και καθώς τα έκανες αυτά φάνταζες στα μάτια μου σωστός ήρωας, ένας γενναίος ιππότης ή κάτι τέτοιο.
Μετά πήγες και έφερες ένα τετράδιο που είχε η μαμά χωρίς γραμμές στις σελίδες, που δεν ήταν λευκό και ούτε κίτρινο ήταν, αλλά ένα χρώμα κάπου στη μέση, ήταν όμως φωτεινό και καλύτερο από λευκό και έμοιαζε στα παιδικά μου μάτια όπως μοιάζει η μέρα που ποτέ δεν κατάφερνα να ζωγραφίσω πάνω στις λευκές σελίδες και μερικές φορές κατέληγα να καταστρέφω τις ζωγραφιές μου θέλοντας να απεικονίσω το φως που είχα στο νου μου. Μου είπες: Τώρα θα κολλήσουμε αυτές τα σελίδες πάνω στο χαρτόνι, επειδή έχει κόλλες και σκισίματα, για να μην φαίνονται, και μετά θα ζωγραφίσουμε την ζωγραφιά σου την μεγάλη! Ήσουν πολύ πιο έξυπνος από μένα, το ήξερα. Αρχίσαμε τότε να απλώνουμε κόλλα γύρω γύρω στις σελίδες και να τις κολλάμε προσεκτικά την μία δίπλα στην άλλη. Δηλαδή εγώ πιο πολύ σε κοιτούσα γιατί μπορεί να μην το έκανα σωστά και να τα χαλούσα όλα. Όμως όταν τελειώσαμε δεν σε κοιτούσα πια, άρπαξα τους μαρκαδόρους και άρχισα να ζωγραφίζω τον λόφο με τα χαμομήλια. Εσύ ζωγράφισες παγκάκια στην άλλη άκρη κι έπειτα χαλικόστρωτα μονοπάτια που πέρναγαν μέσα από κήπους, κι εγώ πήγα και τους γέμισα μικρά ανθάκια ανοίγοντας όλους τους μαρκαδόρους, κι εσύ πήγες πιο πέρα και έφτιαξες μια μικρή λιμνούλα κι έβαλες μέσα της τρεις πάπιες, και εγώ ήθελα λουλουδάκια και γύρω από την λιμνούλα, με κοίταξες πρώτη φορά και δεν μίλησες, ούτε κι εγώ σου μιλούσα, μόνο ζωγράφιζα μικρά λουλούδια. Και όταν έκανες εκείνο το μεγάλο δέντρο με τα πολλά κλαδιά εγώ πάλι πήγα και το έκανα ανθισμένη αμυγδαλιά και ήταν όλα πολύ ωραία και είχε ακόμα μείνει πολύς χώρος ελεύθερος στη ζωγραφιά στο πάνω μέρος της, εκεί που έπρεπε να μπουν ο ήλιος, τα σύννεφα και τα πουλιά, και όσο για πουλιά, ζωγραφίσαμε μερικά, αλλά κυρίως ζωγραφίσαμε τον πατέρα στο πάνω μέρος της ζωγραφιάς, εσύ ξεκίνησες να φτιάχνεις έναν άντρα κι εγώ χωρίς να μου πεις τίποτα ξεκίνησα να σου δίνω οδηγίες, βάλτου ζώνη, και άφησε ανοιχτά τα πρώτα τρία κουμπιά, μπορείς να κάνεις να φαίνονται γυρισμένα τα μανίκια; Και πραγματικά του έμοιαζε, πιο πολύ εκείνο το τεράστιο χαμόγελο που του ζωγράφισες στα χείλη χωρίς να σου πω τίποτα αλλά το πέτυχες, έφτανε ως και τα μάτια, το ίδιο όπως και του πατέρα, κι ας μην πέτυχες τους σπινθήρες.. ικανή ήμουνα να τους βάλω, γιατί το λέγαμε, και ήμουν ικανή, αλλά ευτυχώς δεν το έκανα. Αρκέστηκα να χρωματίσω το παντελόνι θαλασσί και το πουκάμισο πορτοκαλί… και κάπως έτσι πέρασε η ώρα και έφτασε και ο πατέρας σπίτι και τρέξαμε να τον αγκαλιάσουμε και να του ευχηθούμε, εγώ σίγουρα έτρεξα, εσύ θα πρέπει να ήταν τότε που είχες αρχίσει να σοβαρεύεις και ξέρω κι εγώ, μπορεί να του έσφιξες και το χέρι, σε πειράζω μόνο, μπορεί και να μην του το έσφιξες και να σε αδικώ, όμως σίγουρα θυμάμαι τη στιγμή που του δώσαμε τη ζωγραφιά και ο πατέρας δεν μιλούσε καθώς την κοιτούσε όμως άφησε κάτω τα πράγματα που κρατούσε και χαμογέλασε, όμως χωρίς σπινθήρες αυτή τη φορά, επειδή ήταν τα μάτια του βουρκωμένα και δεν άναβαν οι σπινθήρες, άναψαν ίσως όμως μέσα στις καρδιές μας εμάς γιατί ήθελα να βάλω τα κλάματα που νόμιζα έκλεγε ο πατέρας αλλά με πήρε μετά και ψάχναμε που θα στολίσουμε τη ζωγραφιά και αποφασίσαμε να την βάλουμε πλάι στη σκάλα για να την βλέπουν όλοι και εκεί την βάλαμε και μπήκαμε στην κουζίνα μετά.
Κι έτσι στα λέω, επειδή τα θυμήθηκα. Τι κάνεις εσύ; Σε σκέφτομαι, θα ήθελα να είσαι καλά.





το κειμενάκι αυτό δεν περίμενα πως ποτέ θα το ανέβαζα, το βρήκα πριν λίγο τυχαία καθώς για κάτι άλλο έψαχνα... γράφτηκε πριν ένα ή δύο ή τρία χρόνια, τί σημασία έχει; μια μέρα σαν του τίτλου, που μου έλειπαν πολλά... και το ανεβάζω τώρα γιατί δεν νομίζω πως θα μπορούσα να το ανεβάσω άλλη ώρα τελικά... μη νομίζετε πως είναι αληθινή ιστορία... φανταστική περισσότερο... μόνο η μέρα πονά στ' αληθινά...

2 σχόλια: