Απόγευμα ήταν, αν θυμάμαι καλά Κυριακής, και είχε σκοτεινιάσει και τότε όπως και τώρα από νωρίς. Καθόμασταν στο φωτισμένο σαλόνι με φορεμένες τις πιτζάμες και τις κάλτσες μας και τα ζεστά μας χαμόγελα. Ο μικρός είχε βολευτεί στην αγκαλιά μου, η μεγάλη έπαιζε πιάνο και όλοι τραγουδούσαμε από Λοϊζο και Χατζιδάκι μέχρι τον Ρούντολφ το ελαφάκι, κι ας ήταν ακόμα Οκτώβρης!
Η μικρή μου σκοτείνιαζε καθώς περνούσε η ωρα. Τι έχεις, την ρώτησα.
-Έχω μια εργασία για αύριο. Πρέπει να την κάνω και είναι νύχτα και λίγο νυστάζω!
-Νόμιζα πως είχες τελειώσει. Ακούστηκε πως την μάλωνα μα ένιωθα πολύ άσχημα που δεν είχα ελέγξει αν είναι όλα τακτοποιημένα και στην ουσία τόση ώρα ήταν με το άγχος το παιδί.
Τσου, μου έκανε.
-Έλα θα σε βοηθήσω εγώ, της είπα για να μην μου το ζητήσει.
Κατένευσε με το κεφαλάκι και με τα ματάκια της και ηρέμησε.
Έπειτα από λίγο πήγαμε στο δωμάτιό της.
Μου έδωσε το Ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων των δύο τελευταίων τάξεων του Δημοτικού και με οδήγησε σε ένα ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου. Στο πλάι είχε γράψει με τα γραμματάκια της «Να γραφτεί το νόημα του κειμένου»…
Θυμήθηκα με πόση αμφιβολία στεκόμουν σε τέτοιου είδους εκφωνήσεις όταν ήμουν μαθήτρια μέχρι κάποτε, μεγαλώνοντας, να τους πάρω τον αέρα, να καταλάβω πόση ελευθερία μου πρόσφεραν. Μα τι να σημαίνει άραγε για το μυαλό ενός δεκάχρονου παιδιού, να προσπαθήσει και να θέλει να ανταποκριθεί σωστά σε μια τέτοια εργασία… δεν ήταν κάτι που ήμουν σε θέση να το θυμάμαι ακριβώς. Την ρώτησα αν έχει ξανακάνει τέτοια άσκηση. Μου είπε άλλη μία φορά, για ένα ποίημα για την θάλασσα, ήταν εύκολο εκείνο και έγραψε ό,τι καταλάβαινε πως έλεγε. Μάλιστα! Την ρώτησα τι συζήτησαν στην τάξη τους σχετικά με τα πράγματα που λέει αυτό το ποίημα. Μου είπε πως δεν είπαν τίποτα, δεν το είχαν καν διαβάσει!
Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφαλι… όχι γιατί ήταν ήδη αργά και εγώ αλλά και το παιδί αρκετά κουρασμένοι αλλά γιατί το ποίημα αυτό και φαντάζομαι τόσα άλλα υποτίθεται πως θα είχε διδαχθεί ενώ στην ουσία δεν θα είχε παρά επιδερμικά αγγιχθεί.
Αφού πήρα βαθειά ανάσα και οπλίστηκα με υπομονή για να μην καταφέρω και εγώ το ίδιο κάτω από την πίεση του χρόνου και της ακαταλληλότητας της στιγμής, της πρότεινα να ξεκινήσουμε διαβάζοντας το ποίημα για να δω και εγώ περί τίνος πρόκειται… επειδή, της είπα, δεν ήξερα. Άρχισα να της διαβάζω και της άρεσε πολύ… Όμορφο δεν είναι; Της είπα. Ναι, τελικά ήταν όμορφο πολύ! Το διαβάσαμε πάλι! Μετά αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε για ό,τι δεν καταλαβαίναμε, μαζί. Γελάσαμε κιόλας… εξηγούσαμε τις άγνωστες λέξεις και γελούσαμε και έπειτα ανασκαλεύαμε τα κρυμμένα νοήματα και σοβαρεύαμε… και μετά γελούσαμε πάλι, επειδή όλο και το ξετυλίγαμε, όλο και το γνωρίζαμε…
Τελικά δώσαμε μια πολύ ωραία απάντηση στην στριφνή ερώτηση και της δείξαμε εμείς!!! Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η απάντηση αυτή χτίστηκε πρώτα μέσα στο παιδί… και αν την είδε ο δάσκαλος, αν απόρησε, αν εκτίμησε ή αν βαθμολόγησε… θα σας γελάσω και δεν το θέλω… το πόσο ενδιαφέρον είχε ο δάσκαλος για τις απαντήσεις που θα έπαιρνε φάνηκε από τις συνθήκες που δεν φρόντισε να δημιουργήσει πριν αρχίσει να σκορπάει ‘τρόμο’ με τις απαιτήσεις του τις διόλου ελκυστικές.
Τέλοσπαντων, το ποίημα το παραθέτω παρακάτω μαζί με το μικρό βιογραφικό σημείωμα του ποιητή από το ίδιο βιβλίο, λόγω της ημέρας.
Απλά σκεφτόμουν πόσο άδικο είναι τόσος πλούτος ιστορίας και τέχνης σε αυτή τη χώρα να πηγαίνει χαμένος.
Η μικρή μου σκοτείνιαζε καθώς περνούσε η ωρα. Τι έχεις, την ρώτησα.
-Έχω μια εργασία για αύριο. Πρέπει να την κάνω και είναι νύχτα και λίγο νυστάζω!
-Νόμιζα πως είχες τελειώσει. Ακούστηκε πως την μάλωνα μα ένιωθα πολύ άσχημα που δεν είχα ελέγξει αν είναι όλα τακτοποιημένα και στην ουσία τόση ώρα ήταν με το άγχος το παιδί.
Τσου, μου έκανε.
-Έλα θα σε βοηθήσω εγώ, της είπα για να μην μου το ζητήσει.
Κατένευσε με το κεφαλάκι και με τα ματάκια της και ηρέμησε.
Έπειτα από λίγο πήγαμε στο δωμάτιό της.
Μου έδωσε το Ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων των δύο τελευταίων τάξεων του Δημοτικού και με οδήγησε σε ένα ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου. Στο πλάι είχε γράψει με τα γραμματάκια της «Να γραφτεί το νόημα του κειμένου»…
Θυμήθηκα με πόση αμφιβολία στεκόμουν σε τέτοιου είδους εκφωνήσεις όταν ήμουν μαθήτρια μέχρι κάποτε, μεγαλώνοντας, να τους πάρω τον αέρα, να καταλάβω πόση ελευθερία μου πρόσφεραν. Μα τι να σημαίνει άραγε για το μυαλό ενός δεκάχρονου παιδιού, να προσπαθήσει και να θέλει να ανταποκριθεί σωστά σε μια τέτοια εργασία… δεν ήταν κάτι που ήμουν σε θέση να το θυμάμαι ακριβώς. Την ρώτησα αν έχει ξανακάνει τέτοια άσκηση. Μου είπε άλλη μία φορά, για ένα ποίημα για την θάλασσα, ήταν εύκολο εκείνο και έγραψε ό,τι καταλάβαινε πως έλεγε. Μάλιστα! Την ρώτησα τι συζήτησαν στην τάξη τους σχετικά με τα πράγματα που λέει αυτό το ποίημα. Μου είπε πως δεν είπαν τίποτα, δεν το είχαν καν διαβάσει!
Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφαλι… όχι γιατί ήταν ήδη αργά και εγώ αλλά και το παιδί αρκετά κουρασμένοι αλλά γιατί το ποίημα αυτό και φαντάζομαι τόσα άλλα υποτίθεται πως θα είχε διδαχθεί ενώ στην ουσία δεν θα είχε παρά επιδερμικά αγγιχθεί.
Αφού πήρα βαθειά ανάσα και οπλίστηκα με υπομονή για να μην καταφέρω και εγώ το ίδιο κάτω από την πίεση του χρόνου και της ακαταλληλότητας της στιγμής, της πρότεινα να ξεκινήσουμε διαβάζοντας το ποίημα για να δω και εγώ περί τίνος πρόκειται… επειδή, της είπα, δεν ήξερα. Άρχισα να της διαβάζω και της άρεσε πολύ… Όμορφο δεν είναι; Της είπα. Ναι, τελικά ήταν όμορφο πολύ! Το διαβάσαμε πάλι! Μετά αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε για ό,τι δεν καταλαβαίναμε, μαζί. Γελάσαμε κιόλας… εξηγούσαμε τις άγνωστες λέξεις και γελούσαμε και έπειτα ανασκαλεύαμε τα κρυμμένα νοήματα και σοβαρεύαμε… και μετά γελούσαμε πάλι, επειδή όλο και το ξετυλίγαμε, όλο και το γνωρίζαμε…
Τελικά δώσαμε μια πολύ ωραία απάντηση στην στριφνή ερώτηση και της δείξαμε εμείς!!! Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η απάντηση αυτή χτίστηκε πρώτα μέσα στο παιδί… και αν την είδε ο δάσκαλος, αν απόρησε, αν εκτίμησε ή αν βαθμολόγησε… θα σας γελάσω και δεν το θέλω… το πόσο ενδιαφέρον είχε ο δάσκαλος για τις απαντήσεις που θα έπαιρνε φάνηκε από τις συνθήκες που δεν φρόντισε να δημιουργήσει πριν αρχίσει να σκορπάει ‘τρόμο’ με τις απαιτήσεις του τις διόλου ελκυστικές.
Τέλοσπαντων, το ποίημα το παραθέτω παρακάτω μαζί με το μικρό βιογραφικό σημείωμα του ποιητή από το ίδιο βιβλίο, λόγω της ημέρας.
Απλά σκεφτόμουν πόσο άδικο είναι τόσος πλούτος ιστορίας και τέχνης σε αυτή τη χώρα να πηγαίνει χαμένος.
Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει
στο Αλβανικό μέτωπο
Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;
Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο
να ιδούμε πως έρχεται τάχατες η μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
με μια ποδιά ζεστασιά και κατιφέδες από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντιλιού:
ένας κόσμος χαμένος.
Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκαλιασμένες.
Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ'τα υψώματα του Μοράβα,
ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ'τ'αρπάγια της Τρεμπεσίνας.
Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο,
διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια
της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).
Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης,
δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ,
γλυκό χώμα πoυ νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα
μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ'το χέρι του θεού
να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του.
Η νύχτα μάς βελονιάζει τα κόκαλα μέσα στ'αμπριά.
εκεί μέσα
μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ'ασπαζόμαστε
μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας
το κλουβί στο παράθυρο, τα μάτια των κοριτσιών,
το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορά μας,
την Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα,
που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ'το χιόνι,
που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ'το θάνατο.
Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε.
Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας
αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι.
Ένας μεγάλος καταυλισμός είναι η έννοια της αρετής.
Το ότι πέθαναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,
με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.
Ο ήλιος σας θα 'ναι ακριβά πληρωμένος.
Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλα,
σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια
της πατρίδας μου
δεν ήμουνα πλασμένος για τον πόλεμο).
Νικηφόρος Βρεττάκος
(Κροκεές Λακωνίας 1912 - Πλούμιτσα Λακωνίας 1991)
στο Αλβανικό μέτωπο
Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;
Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο
να ιδούμε πως έρχεται τάχατες η μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
με μια ποδιά ζεστασιά και κατιφέδες από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντιλιού:
ένας κόσμος χαμένος.
Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκαλιασμένες.
Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ'τα υψώματα του Μοράβα,
ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ'τ'αρπάγια της Τρεμπεσίνας.
Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο,
διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια
της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).
Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης,
δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ,
γλυκό χώμα πoυ νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα
μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ'το χέρι του θεού
να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του.
Η νύχτα μάς βελονιάζει τα κόκαλα μέσα στ'αμπριά.
εκεί μέσα
μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ'ασπαζόμαστε
μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας
το κλουβί στο παράθυρο, τα μάτια των κοριτσιών,
το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορά μας,
την Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα,
που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ'το χιόνι,
που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ'το θάνατο.
Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε.
Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας
αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι.
Ένας μεγάλος καταυλισμός είναι η έννοια της αρετής.
Το ότι πέθαναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,
με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.
Ο ήλιος σας θα 'ναι ακριβά πληρωμένος.
Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλα,
σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια
της πατρίδας μου
δεν ήμουνα πλασμένος για τον πόλεμο).
Νικηφόρος Βρεττάκος
(Κροκεές Λακωνίας 1912 - Πλούμιτσα Λακωνίας 1991)
Σημαντικός Έλληνας ποιητής. Έγραψε επίσης πεζογραφήματα, κριτικές μελέτες και άρθρα. Τιμήθηκε με πολλά λογοτεχνικά βραβεία και το 1987 εκλέχτηκε ακαδημαϊκος. Πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και στην Εθνική Αντίσταση. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (1967 - 1974) έζησε αυτοεξόριστος στην Ευρώπη. Σε πολλά ποιήματά του αναφέρεται σε ελληνικά και παγκόσμια κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα, και διαμαρτύρεται για τη φρίκη του πολέμου. Γενικά, στο έργο το μιλά με λυρισμό και τρυφερότητα για τον άνθρωπο και την αγάπη. Τα ποιήματά του έχουν συγκεντρωθεί σε τρεις τόμους. Στα πεζογραφήματά του ανήκουν Το γυμνό παιδί, Μπροστά στο ίδιο ποτάμι, Οδύνη κ.α.
Υ.Γ. Η 'μικρή μου' είναι η ανιψιά μου, ένα γλυκύτατο κοριτσάκι, φέτος στην τελευταία τάξη του Δημοτικού και την αγαπάω πολύ... δεν θα ήμουν ικανή για τίποτα λιγότερο και πιστέψτε με, αν την γνωρίζατε, ούτε κι εσείς !
Υ.Γ. 2 Η φωτογραφία είναι -θέλω να πιστέυω- απολύτως σχετική!