Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Κ. Ουράνης: Οι μεταπτώσεις ενός ρομαντικού.





Ο Κώστας Ουράνης (1890-1953), ποιητής και πεζογράφος, είναι ένας απ' τους πρώτους και τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της σχολής του νεορομαντισμού. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Νιάρχος ή, όπως το άλλαξε ο ίδιος, Νέαρχος. Γεννήθηκε το 1890 στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του Νικόλαος Νιάρχος καταγόταν από την Κουνουπιά της Κυνουρίας και η μητέρα του Αγγελική Γιαννούση από το Λεωνίδιο. Στο Λεωνίδιο έζησε τα παιδικά του χρόνια και τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο Ναυπλίου, κατόπιν πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου συνέχισε στη Ροβέρτειο Σχολή και στο ιδιωτικό Λύκειο Χατζηχρήστου από όπου και αποφοίτησε. Σε ηλικία 18 χρονών ήρθε στην Αθήνα όπου εργάστηκε για λίγο στην εφημερίδα "Ακρόπολη". Κατόπιν, έφυγε στο εξωτερικό για σπουδές τις οποίες παραμέλησε λόγω της μεγάλης αγάπης του στα ταξίδια.
Ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, αρρώστησε από φυματίωση και με συμβουλή των γιατρών παρέμεινε δύο χρόνια στο Νταβός της Ελβετίας. Εκεί γνώρισε την Πορτογαλλίδα Μανουέλα Σαντιάγκο και την παντρεύτηκε. Μετά από λίγα χρόνια χώρισε. Στη συνέχεια ξαναπαντρεύτηκε με τη συγγραφέα και κριτικό Ελένη Νεγρεπόντη (γνωστή και με το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος). Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος στη Λισσαβώνα και το 1924 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα εξασκώντας τη δημοσιογραφία σαν χρονογράφος, συντάκτης, ανταποκριτής ή έκτακτος απεσταλμένος. Υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας "Ελεύθερος Λόγος" και τακτικός συνεργάτης στις εφημερίδες "Ελεύθερος Τύπος", "Ελεύθερον Βήμα" και ταυτόχρονα στον "Εθνικό Kύρηκα" της Αμερικής.
Σαν ανταποκριτής και δημοσιογράφος ταξίδεψε σ' όλο τον κόσμο και με αναφορά τα ταξίδια του έγραψε ταξιδιωτικά βιβλία. Παράλληλα αντιμετώπιζε προβλήματα με την μόνιμα κλονισμένη υγεία του. Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε μετά την κατοχή. Από τότε, χρειάστηκε να νοσηλευθεί κατά καιρούς στο σανατόριο Παπανικολάου, στα Μελίσσια Αττικής. Στο σανατόριο αυτό πέθανε στις 12 Ιουλίου 1953 από καρδιακή προσβολή.
Ο Ουράνης ασχολήθηκε με την ποίηση και με την ταξιδιωτική κυρίως πεζογραφία. Επίσης έγραψε διηγήματα, κριτικές μελέτες, μικρές πρόζες, και δοκίμια, με ξεχωριστή επίδοση σε θέματα των εικαστικών τεχνών. Τέλος ασχολήθηκε με τη μετάφραση ξένων έργων. Το πρώτο του ποίημα (εμπνευσμένο από την καταστροφή της Αγχιάλου) το έγραψε σε ηλικία 14 χρονών, όταν φοιτούσε στη Ροβέρτειο Σχολή. Πρωτοεδημοσίευσε ποιήματά του τον Δεκέμβριο του 1908 στο περιοδικό "Ελλάς". Στη συνέχεια συνεργάστηκε με το "Ημερολόγιον Ελλάδος" και με ένα μεγάλο αριθμό περιοδικών: "Δάφνη", "Ο Νουμάς", "Καλλιτέχνης", "Γράμματα" και "Νέα Ζωή" της Αλεξάνδρειας, "Νέοι", "Μούσα", "Παναθήναια", (Αμερικής), "Μπουκέτο", "Οικογένεια", "Ημερολόγιον του Μπουκέτου", "Κυριακή του Ελεύθέρου Βήματος", "Ελληνικά Γράμματα", "Πειθαρχία", "Νέα Εστία", "Σήμερα", "Νεοελληνικά Γράμματα", "Ορίζοντες", στη "Φιλολογική Πρωτοχρονιά". Επίσης έγραψε και στις εφημερίδες: "Ακρόπολις", "Νέα Ελλάς", "Ελεύθερος Τύπος", "Ελεύθερος Λόγος", "Δημοκρατία", "Ελεύθερον Βήμα", "Πρωία", "Αθηναϊκά Νέα", "Η Καθημερινή" κ.α.
Το έργο του Κ. Ουράνη αποτελείται κύρια από τις ποιητικές συλλογές "Σαν όνειρα" (1909), "Spleen" (1912) και "Νοσταλγίες" (1920), την κριτική μελέτη "Κάρολος Μπωντλαίρ" (Αλεξάνδρεια 1918), τα ταξιδιωτικά βιβλία "Sol y Sombra" (1934), "Σινά, το Θεοβάδιστον Όρος" (1944), "Γλαυκοί Δρόμοι" (1947), "Ταξίδια στην Ελλάδα" (1949) και τη μυθιστορηματική βιογραφία "Αχιλλεύς Παράσχος".



Θα μπορούσαμε να πούμε ο τελευταίος ρομαντικός των γραμμάτων μας, γράφει ο Μιχαήλ Περάνθης. Γλιστρώντας πάνω απ’τα κύματα της λύπης, που ήταν ολόκληρη ψυχική, αντιπαρέρχονταν την καθημερινότητα, ξέφυγε την πεζολογία των πρακτικών ημερών και μετατοπίζονταν σε μία περιοχή καμωμένη από το δικό του κλίμα, όπου η νοσταλγία του έβρισκε τροφή και η θλίψη του διέξοδο. Αν διέφερε σε κάτι από τους ρομαντικούς, ήταν πως οι μετατοπίσεις, η φυγή του, ο αποδημητισμός του, δεν πραγματεύονταν μόνο στη φαντασία. Τα ζούσε, το ταξίδι και την αλλαγή. Η φυγή γίνονταν πραγματοποιημένο τραγούδι, μια ζώσα μεταρσίωση ανάμεσα στην ονειροπόληση που προηγείτο και στη νοσταλγία που ακολουθούσε.




πηγή



O Ρομαντισμός αποτελεί καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στη Δυτική Ευρώπη. Αναπτύχθηκε αρχικά στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία, για να εξαπλωθεί αργότερα κυρίως στη Γαλλία και την Ισπανία. Καταρχήν αποτέλεσε λογοτεχνικό ρεύμα, ωστόσο επεκτάθηκε τόσο στις εικαστικές τέχνες όσο και στη μουσική.
Ακολούθησε ιστορικά την περίοδο του διαφωτισμού και αντιτάχθηκε στην αριστροκρατία της εποχής. Συνδέθηκε μάλιστα ισχυρά, με τις ιδέες του Ζαν Ζακ Ρουσσώ. Κύριο χαρακτηριστικό του ρομαντισμού αποτελεί η έμφαση στην πρόκληση ισχυρής συγκίνησης μέσω της τέχνης καθώς και η μεγαλύτερη ελευθερία στη φόρμα, σε σχέση με τις περισσότερο κλασικές αντιλήψεις. Στον ρομαντισμό, κυρίαρχο στοιχείο είναι το συναίσθημα αντί της λογικής.


Με τον όρο ρομαντισμός στη λογοτεχνία εννοείται το λογοτεχνικό κίνημα που, με επίκεντρο τη Γερμανία, την Αγγλία και τη Γαλλία εξαπλώθηκε στην Ευρώπη το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα. Το θεμέλιο όμως της επίδρασης του ρομαντισμού στη λογοτεχνία διαμορφώθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Η γενικευμένη κρίση οι ταχείς ρυθμοί αστικοποίησης και εκβιομηχάνισης των ευρωπαϊκών χωρών, μετά τη διάσπαση της φεουδαρχικής κοινωνίας, είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά ραγδαίων εξελίξεων σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο. Οι έντονες οικονομικές ανακατατάξεις οδήγησαν σε σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Το γεγονός αυτό είχε ως επακόλουθο την έκρηξη και εξάπλωση διαφόρων επαναστατικών κινημάτων με κοινωνικά αιτήματα, με αποκορύφωμα τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, γεγονός που οδήγησε στη διατύπωση νέων θεωριών. Οι νέες θεωρίες φέρνουν στο προσκήνιο το άτομο και και την ιδεαλιστική προσέγγιση του κόσμου ως αντίδραση στον ορθολογισμό και τις «απόλυτες» αλήθειες του Διαφωτισμού. Η εμμονή του Eμμάνουελ Καντ στην κυριαρχία της ελεύθερης βούλησης, η θεωρία της γνώσης του Φίχτε, η εισαγωγή της έννοιας του εξπρεσιονισμού από τον Χέρντερ και της ιδέας του ανήκειν, φαίνεται πως απέδωσαν καρπούς στον 19ο αιώνα.


Κοινά χαρακτηριστικά

Παρόλο που παραμένει δύσκολος έως αδύνατος ο σαφής ορισμός του Ρομαντισμού ωστόσο διακρίνονται ορισμένα βασικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά και θέματα, τα οποία έγιναν κοινός τόπος στους πρωταγωνιστές αυτού του λογοτεχνικού κινήματος.
Το 1817 ο Κόουλριτζ όρισε την ποίηση ως προϊόν «εκείνης της συνθετικής και μαγικής δύναμης, στην οποία έχουμε αποκλειστικά επιφυλάξει το όνομα της φαντασίας», παρέχοντας το στίγμα της λογοτεχνικής παραγωγής στα συμφραζόμενα του ρομαντικού κινήματος. Οι ρομαντικοί συγγραφείς αντιτάχθηκαν στο κλασικό ιδεώδες της τέλειας ορθολογικής μίμησης της πραγματικότητας, αντιπροτείνοντας ως απόλυτο ιδανικό την έκφραση των εσωτερικών συναισθημάτων μέσω της ευαισθησίας, της ατομικής προοπτικής του κόσμου και της δημιουργικής φαντασίας. Ο άνθρωπος στο ρομαντικό ιδεώδες είναι ένα διονυσιακό, ανήσυχο πλάσμα που επαναστατεί ενάντια στον κόσμο και την κοινωνία και βρίσκεται σε μια συνεχή ψυχική ανισορροπία». Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, ο ρομαντικός λυρισμός αναδεικνύει ήρωες ανήσυχους και μελαγχολικούς, πλημμυρισμένους από το αίσθημα της απελπισίας, από το αίσθημα του μοιραίου και του ανολοκλήρωτου, που πολλές φορές μετατρέπεται σε θανατολαγνεία.
Σε αντιστοιχία, οι ρομαντικοί ποιητές –των οποίων οι ήρωες λειτουργούν ως alter ego– εκτιμούν την ακεραιότητα, την ειλικρίνεια και την αφοσίωση σε κάποιο ιδεώδες για το οποίο αξίζει κανείς να θυσιάσει τα πάντα, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό. Η τέχνη και η ζωή για τον ρομαντικό συγγραφέα είναι έννοιες αδιαχώριστες. Έτσι, στα πλαίσια του ρομαντικού κινήματος, ο αυθορμητισμός και η αυθεντικότητα της ατομικής εσωτερικής αλήθειας συνιστούν τα αποκλειστικά κριτήρια για την εκτίμηση κάθε έργου τέχνης, το οποίο, με τον μοναδικό του χαρακτήρα, οφείλει να εκφράζει το προσωπικό βίωμα του δημιουργού του.
Κοινό χαρακτηριστικό των ρομαντικών συγγραφέων είναι επίσης η νοσταλγία ενός ανεπιτήδευτου παρελθόντος, που αφενός οδηγεί στο ενδιαφέρον για την παραδοσιακή αγροτική κοινωνία, για την ιδιαίτερη ιστορία κάθε λαού και για τον μεσαίωνα, αφετέρου παράγει ένα διαφορετικό ιδεώδες που απέχει τόσον μακράν της πραγματικότητας, όσο και εκείνο του κλασικισμού. Οι συγγραφείς του ρομαντικού κινήματος αντλούν συχνά αντλούν τα θέματά τους από τις λαϊκές παραδόσεις, την εθνική ιστορία και τους μεσαιωνικούς θρύλους. Συχνότερα δε, ενδιαφέρονται για εκείνες τις δοξασίες που περιέχουν υπερφυσικά στοιχεία, καθότι αυτά συμφωνούν με «τη ρομαντική αντίληψη της ενορατικής δύναμης της καλλιτεχνικής φαντασίας, με την οποία ο ποιητής εκφράζει την 'υπερβατική αλήθεια', πέρα από την επιφανειακή πραγματικότητα του κόσμου».

Βικιπαίδεια

Ο Charles Baudelaire για τον Ρομαντισμό:
"Ο ρομαντισμός δεν βρίσκεται ούτε στην επιλογή του θέματος ούτε στην ακριβή αλήθεια, αλλά περισσότερο σε έναν τρόπο να αισθάνεσαι τον κόσμο."








ΕΡΩΤΙΚΑ IV


Δεν είμαι εγώ που τη ζωή σου

ήρθα σαν ήλιος να φωτίσω:

το φώς στα μάτια μου που λάμπει

δικό σου-και σ'το στέλνω πίσω!


Του μαγικού του κόσμου

αν έχω ανοίξει διάπλατη τη θήρα,

το μυστικό χρυσό κλειδί της

από το χέρι σου το πήρα.

Κι αν απ'τα βάθη ενός ληθάργου βγήκα,

σ'εσένα το χρωστάω,

σ'εσένα τους χυμούς που νοιώθω,

τη νέα γλώσσα που μιλάω!


*



Ερωτικό


Δεν μπορώ να ξέρω, δεν μπορώ να πω
αν θα σ'αγαπώ

ίσαμε να φτάσω στη στερνή την ώρα
όπως, κι όσο, τώρα'

Ούτ' ο ερωτάς μου που σα ρόδο ανθεί,

αν θα μαραθεί
πάλι σαν το ρόδο που το καίει το θέρο,

δεν μπορώ να ξέρω.


Ο,τι ξέρω είναι πως, απ' την ημέρα
που 'γινες δική μου

άνοιξαν κλεισμένες πύλες -και το θαύμα

μπήκε στη ζωή μου
Ολα αλλάξαν όψη απ' το φως που εντός μου

σκορπισε η χαρά,

σαν στα βαλτοτόπια που τα πλυμμυρίζουν

ζωντανά νερά.

Εχω πια ξεχάσει όσα νοσταλγούσα

κι ό,τι είχα ποθήσει:

Τώρα με φτερώνει μια καινούρια νιότη

που δεν είχα ζήσει.

Τη ζωή τη βλέπω σάμπως μεσ' από να

μαγικό γυαλί

κι απ' ό,τι ζητούσα μού δωσ' η αγάπη

τόσο πιο πολύ,

πού να λέω αν όπως ήρθε μιαν ημέρα

φύγει πάλι πίσω

κι απομείνω μόνος, κι όπως ήμουν πρώτα,

-κάλλιο να μην ζήσω.


*








Ταξίδι στα Κύθηρα




Τ' ωραίο καράβι έτοιμο στο χαρωπό λιμάνι,

γιορταστικά με γιασεμιά και ρόδα στολισμένο,

με τις παντιέρες του αλαφριές στην ανοιξιάτικη αύρα

και τ' Όνειρό μας στο χρυσό πηδάλιο καθισμένο,

μας πήρε για τα Κύθηρα, τα θρυλικά, όπου μέσα

σε δέντρα και λούλουδα και γάργαρα νερά

υψώνεται ο μαρμάρινος ναός για τη λατρεία

της Αφροδίτης-του έρωτα τη θριαμβική θεά.

Μα το ταξίδι ήταν μακρύ κ' η χειμωνιά μας βρήκε!...

Οι φανταχτερές κι ανάλαφρες παντιέρες μουσκευτήκαν,

τα χρώματα ξεβάψανε και τ' άνθη εμαραθήκαν

και, κάπου από τους άξενους τους ουρανούς, το πλοίο

απόμεινε ακυβέρνητο στο κύμα τ' αφρισμένο

με το φτωχό μας Όνειρο στην πρύμνη πεθαμένο.

*


Αν νοσταλγώ



Αν νοσταλγώ δεν είναι εσάς, αγάπες περασμένες,

και τις στιγμές τις ευτυχείς μαζί σας που έχω ζήσει!

- Τα ρόδα σας τα μάρανα στα χέρια μου και τώρα

μέσα στης Μνήμης το παλιό βιβλίο τα 'χω κλείσει.

Μα είναι κάποιες άγνωστες, περαστικές γυναίκες,

που μια στιγμή σταυρώσανε το βλέμμα τους μαζί μου!

- Τέτοιες, που μείναν ο γλυκύς κι ανέφικτός μου πόθος,

ενώ ποιος ξέρει! θ' άλλαζαν για πάντα τη ζωή μου!

Αν νοσταλγώ δεν είναι εσάς, πόλεις όπου έχω ζήσει,

πόλεις που σας εγνώρισα και που σας έχω αφήσει,

μα κείνες, ταξιδεύοντας, που αντίκρισα ένα βράδυ

κι είδα μακριά τα φώτα τους τα άπειρα να χορεύουν

(που ήταν σα να με φώναζαν, που ήταν σα να μου γνεύουν!)

και που το πλοίο προσπέρασε, πλέοντας στο σκοτάδι.


*


Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι





Μουσική: Διάφανα Κρίνα


Στίχοι: Ποίηση Κώστα Ουράνη


*


Vita nuova



Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι όπως ένα δέντρο,

όπου θροΐζει ανάλαφρα σε πρωινό του Απρίλη

μεσ' σ' έναν κάμπο ειρηνικό, γεμάτον φως γαλάζιο

και παπαρούνες κόκκινες και άσπρο χαμομήλι.

Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι σαν ένα ρόδο,

που άνθισε κατάμονο μέσα σε πράο χειμώνα

σ' ένα πεζούλι φτωχικό κ' ηλιόφωτο, που να 'χει

ασβεστωμένο τοίχωμα να του κρατάει το χώμα.

Θεέ μου! άσε με να ζω σαν ένα από τα μύρια,

τ' ανώφελα τα έντομα που από το φως μεθάνε

και τη ζωή τους στους ανθούς ανάμεσα περνάνε,

μακριά απ' τον κόσμο μοναχό, σ' ένα λευκό σπιτάκι:

και να 'χω μέσα στην ψυχή μου των γέρων την ειρήνη

και στην καρδιά μου των φτωχών την ένθεη καλοσύνη





Κυριακή 9 Αυγούστου 2009

Από την αρχή.





Δεν θυμάμαι την αρχή, όλο το θέμα είναι έλλειψη μνήμης.
Δεν θυμάμαι από πού ξεκίνησα.
Από πού μπήκα;
Είμαι σε έναν σκοτεινό λαβύρινθο
και είναι στιγμές που διακρίνω φως
Είναι κάποιες στιγμές που κάτι μοιάζει με φως
Και ούτε ξέρω πώς γνωρίζω και το αναγνωρίζω
Μα όλα ίδια δεν μοιάζουν, υπάρχουν διαφορές
Ίσως στην προσπάθειά μου να τις ερμηνεύσω να τις βάφτισα φως
Μα τι είναι το φώς;
Ποια είναι η ουσία πέρα από τις λέξεις;
Και τούτη η αίσθηση του διαφορετικού
που συνθλίβει τη μονοτονία
και την ασφάλεια του τίποτα πριονίζει
Τούτη η αίσθηση που χωρίς οίκτο με βασανίζει
Από πού;
Ποια είναι η πηγή της;
Κι είμαστε μες στο λαβύρινθο αυτή και εγώ
Και η μία δεν ξέρει
Η άλλη δεν φανερώνει
Την αρχή της

Κι αν στάθηκα εδώ, ποιος είναι ο σκοπός;
Τη δικη μου να βρω ή τη δική της;
Όλα ένα γύρω μου ψιθυρίζουν την έξοδο να βρω
μα ηχούν συνωμοτικά οι ψίθυροι
Ένα ένστικτο με οθεί να κλείσω τα αυτιά, να μην ακούω
Μια φωνή μέσα μου με παρακινεί πιο δυνατά
την είσοδο να ψάξω
Και λέω πια πως ίσως να είναι μία η πύλη
Μα κι αν υπάρχει δεύτερη, εγώ από την πρώτη επιθυμώ να ξεκινήσω
Ξέρω τώρα πως αν μπροστά στη δεύτερη βρεθώ
χωρίς την πρώτη να γνωρίσω
ως αποτυχία θα την χρεωθώ
Έτσι φτιαγμένη είμαι
Και η ζωή
δεν ξέρει να κάνει τίποτα καλύτερα από το να κερνάει απογοητεύσεις
Με κούρασε ο ρεφενές της
Δική μου θέλω τώρα όλη την ευθύνη
Θέλω να βγω από της ζωής μου το ανελέητο μεθύσι

Είμαι σε έναν σκοτεινό λαβύρινθο
και είναι στιγμές που διακρίνω φως
Από κάπου μπαίνει αυτή η φωτεινή αίσθηση
Θέλω να ψάξω
Να βρω την πηγή της
Σε τούτο το λαβύρινθο που περπατώ
σε αυτό που με υπερβαίνει, θα δεηθώ
τα βήματά μου να χάσω
Ενάντια στην ορμή μου μπροστά να περπατώ
Τα βήματά μου ας χάσω
Την ορμή μου ας ξεγελάσω
Ίσως είναι για μένα αυτός
ο ασφαλέστερος τρόπος
τις δυο αρχές –που μία είναι- να ξαναβρώ
Το άλλοθι του λαβύρινθου
αυτό που μόνο έχω
χωρίς δισταγμό αν εκμεταλευτώ.



Υ.Γ. 1 Πρωινό Κυριακής...
για μια φωτογραφία που συνάντησα στο νετ...
κατά τύχη!

Υ.Γ. 2 Το τραγουδάκι... για κάποια γενέθλια...

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009

B-612








(...)
Τότε λοιπόν εμφανίστηκε η αλεπού.



- Καλημέρα, είπε η αλεπού.
- Καλημέρα, απάντησε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας και στράφηκε, μα δεν είδε τίποτα.
- Εδώ είμαι, είπε η φωνή, κάτω απ’ τη μηλιά.
- Ποια είσαι; είπε ο μικρός πρίγκιπας. Είσαι πολύ όμορφη…
- Είμαι μια αλεπού, είπε η αλεπού.



- Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. Είμαι τόσο λυπημένος…
- Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού. Δεν είμαι εξημερωμένη.
- Α, συγνώμη, είπε ο μικρός πρίγκιπας.



Όμως, μετά από σκέψη, πρόσθεσε:
- Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
- Εσύ δεν είσαι από εδώ, είπε η αλεπού, τι γυρεύεις;
- Γυρεύω τους ανθρώπους, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
- Οι άνθρωποι, είπε η αλεπού, έχουν τουφέκια και κυνηγάνε… Μεγάλος μπελάς. Εκτρέφουν και κότες. Είναι το μόνο τους καλό. Κότες γυρεύεις;
- Όχι, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Γυρεύω φίλους. Τι πάει να πει «εξημερώνω»;
- Είναι κάτι που έχει ξεχαστεί από καιρό, είπε η αλεπού. Σημαίνει «δημιουργώ δεσμούς…».



- Δημιουργώ δεσμούς;
- Βέβαια, είπε η αλεπού. Για μένα ακόμα δεν είσαι παρά ένα αγοράκι ολόιδιο μ’ άλλα εκατό χιλιάδες αγοράκια. Και δε σε χρειάζομαι. Κι ούτε εσύ με χρειάζεσαι. Για σένα δεν είμαι παρά μια αλεπού ίδια μ’ εκατό χιλιάδες άλλες αλεπούδες. Αν όμως μ’ εξημερώσεις, θα χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο. Θα είσαι για μένα μοναδικός στον κόσμο. Θα είμαι για σένα μοναδική στον κόσμο…
- Αρχίζω να καταλαβαίνω, είπε ο μικρός πρίγκιπας. Ξέρω ένα λουλούδι… νομίζω πως μ’ εξημέρωσε…
- Πολύ πιθανόν, είπε η αλεπού. Βλέπει κανείς στη Γη τα πιο τρελά πράματα…
- Α, δεν είναι στη Γη, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
Η αλεπού φάνηκε πολύ παραξενεμένη:
- Σ’ έναν άλλο πλανήτη;
- Ναι.
- Υπάρχουν κυνηγοί σ’ εκείνο τον πλανήτη;
- Όχι.
- Ενδιαφέρον. Και κότες;
- Όχι.
- Τίποτα δεν είναι τέλειο, αναστέναξε η αλεπού.



Όμως η αλεπού ξαναγύρισε στην προηγούμενη σκέψη της:



- Η ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγάω κότες, οι άνθρωποι με κυνηγάν. Όλες οι κότες μοιάζουν κι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν. Γι’ αυτό λοιπόν, βαριέμαι λίγο. Αν όμως μ’ εξημερώσεις, η ζωή μου θα γίνει ηλιόλουστη. Θ’ αναγνωρίζω το θόρυβο ενός βήματος διαφορετικού απ’ όλα τα’ άλλα. Τα άλλα βήματα θα με κάνουν να κρύβομαι κάτω απ’ τη γη. Το δικό σου, σαν μουσική, θα με τραβάει έξω απ’ τη φωλιά μου. Κι έπειτα κοίτα. Βλέπεις εκεί πέρα, τα χωράφια με το στάρι; Δεν τρώω ψωμί. Το στάρι για μένα είναι άχρηστο. Τα χωράφια με το στάρι δε μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό είναι λυπηρό. Όμως εσύ έχεις μαλλιά χρυσαφένια. Θα είναι υπέροχο λοιπόν όταν θα με έχεις εξημερώσει. Το στάρι, που είναι χρυσαφένιο, θα μου θυμίζει εσένα. Και θα μ’ αρέσει ν’ ακούω τον άνεμο μέσα στα στάχυα…



Η αλεπού σώπασε και κοίταξε ώρα πολλή το μικρό πρίγκιπα:



- Σε παρακαλώ… εξημέρωσέ με, είπε.
- Το θέλω, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, αλλά δεν έχω πολύ χρόνο. Έχω ν’ ανακαλύψω φίλους και πολλά πράματα να γνωρίσω.
- Γνωρίζουμε μονάχα τα πράματα που εξημερώνουμε, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίζουν τίποτα. Τ’ αγοράζουν όλα έτοιμα απ’ τους εμπόρους. Επειδή όμως δεν υπάρχουν έμποροι που να πουλάν φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσέ με.
- Τι πρέπει να κάνω; είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Χρειάζεται μεγάλη υπομονή, απάντησε η αλεπού. Στην αρχή θα καθίσεις κάπως μακριά μου, έτσι, στο χορτάρι. Θα σε κοιτάζω με την άκρη του ματιού κι εσύ δε θα λες τίποτα. Ο λόγος είναι πηγή παρεξηγήσεων. Κάθε μέρα, όμως, θα μπορείς να κάθεσαι όλο και πιο κοντά…



Την επομένη ο μικρός πρίγκιπας ξαναήρθε.



- Θα ήταν καλύτερα αν ερχόσουν την ίδια πάντα ώρα, είπε η αλεπού. Αν έρχεσαι, για παράδειγμα, στις τέσσερις τα’ απόγευμα, από τις τρεις θ’ αρχίζω να είμαι ευτυχισμένη. Όσο περνάει η ώρα τόσο πιο ευτυχισμένη θα νιώθω. Στις τέσσερις πια θα κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα και Θ’ ανησυχώ. Θ’ ανακαλύψω την αξία της ευτυχίας. Αν έρχεσαι όμως όποτε λάχει, δε θα ξέρω ποτέ τι ώρα να φορέσω στην καρδιά μου τα γιορτινά της… Χρειάζεται κάποια τελετή.
- Τι πάει να πει τελετή; είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Είναι κι αυτό κάτι που έχει ξεχαστεί από καιρό, είπε η αλεπού. Είναι αυτό που κάνει μια μέρα να μη μοιάζει με τις άλλες, μια ώρα με τις άλλες ώρες. Υπάρχει, για παράδειγμα, μια τελετή στους κυνηγούς. Χορεύουν την Πέμπτη με τα κορίτσια του χωριού. Η Πέμπτη λοιπόν είναι υπέροχη μέρα. Πάω και κάνω βόλτα ίσαμε τ’ αμπέλι. Αν οι κυνηγοί χόρευαν οποτεδήποτε, οι μέρες θα έμοιαζαν όλες, κι εγώ δε θα είχα ποτέ διακοπές.



Έτσι ο μικρός πρίγκιπας εξημέρωσε την αλεπού.


Κι όταν πλησίασε η ώρα του αποχωρισμού:



- Αχ, είπε η αλεπού… Θα κλάψω.
- Εσύ φταις, είπε ο μικρός πρίγκιπας, εγώ δεν ήθελα το κακό σου, εσύ θέλησες να σε εξημερώσω…
- Σωστά, είπε η αλεπού.
- Όμως θα κλάψεις, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Σωστά, είπε η αλεπού.
- Τι κέρδισες λοιπόν;
- Κέρδισα, είπε η αλεπού, το χρώμα του σταριού.



Έπειτα πρόσθεσε:
- Πήγαινε να ξαναδείς τα τριαντάφυλλα. Θα καταλάβεις πως το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο. Θα ξανάρθεις να με αποχαιρετήσεις και θα σου χαρίσω ένα μυστικό.



Ο μικρός πρίγκιπας πήγε να ξαναδεί τα τριαντάφυλλα.
- Δε μοιάζετε καθόλου με το δικό μου τριαντάφυλλο, δεν είσαστε τίποτα ακόμα, τους είπε. Κανείς δε σας έχει εξημερώσει και δεν έχετε εξημερώσει κανέναν. Είσαστε όπως ήταν η αλεπού μου. Μια αλεπού ίδια μ’ άλλες εκατό χιλιάδες. Γίναμε όμως φίλοι και τώρα είναι μοναδική στον κόσμο.
Και τα τριαντάφυλλα στέκονταν θιγμένα.
- Είσαστε όμορφα, όμως είσαστε άδεια, τους είπε ακόμα. Δεν πεθαίνει κανείς για σας. Βέβαια, το δικό μου τριαντάφυλλο ένας απλός περαστικός θα έλεγε πως σας μοιάζει. Όμως εκείνο μόνο του έχει περισσότερη σημασία απ’ όλα εσάς, αφού εκείνο είναι που πότισα. Αφού εκείνο έβαλα κάτω απ’ τη γυάλα. Αφού εκείνο προστάτεψα με το παραβάν. Αφού σ’ εκείνο σκότωσα τις κάμπιες (εκτός από δυο τρεις για να γίνουν πεταλούδες). Αφού εκείνο άκουσα να παραπονιέται ή να κομπάζει ή κάποιες φορές ακόμα να σωπαίνει. Αφού είναι το τριαντάφυλλό μου.



Και ξαναγύρισε στην αλεπού:
- Αντίο, είπε…
- Αντίο, είπε η αλεπού. Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία τα μάτια δεν τη βλέπουν.
- Την ουσία τα μάτια δεν τη βλέπουν, επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.
- Είναι ο χρόνος που ξόδεψες για το τριαντάφυλλό σου που το κάνει τόσο σημαντικό.
- Είναι ο χρόνος που ξόδεψα για το τριαντάφυλλό μου…, είπε ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.
- Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει αυτή την αλήθεια, είπε η αλεπού. Εσύ όμως δεν πρέπει να την ξεχάσεις. Θα είσαι υπεύθυνος για πάντα για ό,τι έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό σου…
- Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό μου…, επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.




Απόσπασμα από τον Μικρό Πρίγκηπα (Le Petit Prince)
του Antoine de Saint-Exupery

Σάββατο 1 Αυγούστου 2009

I carry it in my heart.



i carry your heart with me

i carry your heart with me(i carry it in
my heart)i am never without it(anywhere
i go you go,my dear;and whatever is done
by only me is your doing,my darling)

i fear
no fate(for you are my fate,my sweet)i want
no world(for beautiful you are my world,my true)
and it's you are whatever a moon has always meant
and whatever a sun will always sing is you

here is the deepest secret nobody knows
(here is the root of the root and the bud of the bud
and the sky of the sky of a tree called life;which grows
higher than soul can hope or mind can hide)
and this is the wonder that's keeping the stars apart

i carry your heart(i carry it in my heart)

ee cummings