Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010

Για δε μ' αφήνετε ήσυχο;








Δεν θέλω.. να πλυθώ, να ντυθώ, να βαφτώ, να βάλω κοσμήματα, άρωμα και χαμόγελο φωτεινό.. από τα υποθηκευμένα..
Να τραγουδήσω, να χορέψω, να διασκεδάσω, να γελάσω, να χαιρετήσω, να κουβεντιάσω, να ζήσω στιγμές.. από τις κλεμμένες..
Δεν θέλω.






Είναι τόσο κακό;



Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Μετάληψη





Η διαδρομή στον φιδωτό αγροτικό δρόμο την είχε στεγνώσει. Με το παλιό citroen του θείου της που το δανείστηκε για μια σύντομη πρωινή εξόρμηση στις γύρω παραλίες να αγκομαχάει, η Λίνα άρχισε να γυρίζει τη βελόνα του ραδιοφώνου αναζητώντας κάποια μελωδία να καλύψει την εκκοφαντική σιωπή του τοπίου και όχι τα αποτρόπαια τριξίματα της μηχανής, δεν ήταν αυτά που της προκαλούσαν δέος, έναν φόβο που δεν είχε το κουράγιο να διαχειριστεί. Είχε ήδη μεταμορφωθεί σε εκείνο το μικρό κορίτσι που απομονωνόταν από τον κόσμο να εξερευνήσει τα βράχια, τις πεζούλες, τα βάτα, τη γη, μια γη διόλου φιλική, που σε κάθε άγγιγμα σου έδειχνε τα δόντια της, δόντια γιομάτος ήταν εκείνος ο τόπος και νύχια μονίμως σε κοινή θέα, σαν ένας δράκος σε νάρκη θερινή που η αιώνια απάθεια μιας δύναμης κρυφής σε προκαλούσε να την φανερώσεις, να σώσεις την επόμενη απρόβλεπτη στιγμή. Την προκαλούσε τη Λίνα αυτός ο τόπος, μονάχα συνειδητοποιούσε τώρα πόσο πιο εύκολες είναι οι προκλήσεις όταν είσαι παιδί, ένα παιχνίδι ακόμα. Μα τούτη η βόλτα είχε εξελιχθεί σε κάτι το απόκοσμο, κάτι μακριά από το εδώ, κυρίως μακριά από το τώρα, σαν κάτι το άχρονο που μόλις θα ολοκληρωνόταν δεν θα υπήρχε πια θέση στη μνήμη της να το εντάξει. Αυτή ήταν η ρίζα του φόβου της, η φύση του αντιπάλου της ήταν ακατάληπτη για τα ανθρώπινα μέτρα, ο χρόνος αιωρούνταν γύρω της αμετάβλητος, το προαιώνιο ρολόι στεκόταν πάνω από όλα και τα πλημμύριζε με στασιμότητα, οι δείχτες του μύθος, η κίνησή του ψέμα, ο χώρος ανίσκιωτος και παραδομένος σε μια βουβή και αόρατη φθορά.
Κι εκείνη οδηγούσε τον εαυτό της όλο και πιο βαθιά σε εκείνη την φαινομενικά νεκρή μα θερμή σαν κόλαση αγκαλιά με ελιγμούς φιδωτούς, παράλληλους με εκείνους που διέγραφε ο ιδρώτας στην παγωμένη της ραχοκοκαλιά, η ανάσα του δράκου διέσχιζε βαρυγκωμόντας το ανοιχτό παράθυρο κι έσμιγε με την δική της σε ένα βεβιασμένο ξέπνοο φιλί. Να αναρωτιόταν τώρα το γιατί, τι γύρευε εκεί, να το αναρωτιόταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή και θα έπαιρνε την απάντηση που πάντα ζητούσε, εκείνη την μοναδική αλήθεια που απαντούσε το νόημα της ύπαρξής της, το νόημα σε ό,τι ήταν και σε ό,τι ακόμα δεν ήταν και στη μοίρα της να γίνει χρωστούσε. Όμως δεν ρώτησε και η στιγμή χάθηκε, γλίστρησε στο καλάθι των εμπειριών που δεν γνωρίζεις ποτέ αρκετά πώς μοιάζουν γιατί εκείνες ξυπνούν πριν ακόμα και από την ανατολή για να τραβήξουν για τα λατομεία του υποσυνείδητου κι ολημερίς κοπιάζουν εκεί κι επιστρέφουν σε σένα αργά τη νύχτα αφού έχεις ήδη αποκοιμηθεί και μόνο τις βλέπεις εσύ στα όνειρά σου τις ώρες που ξεδίνουν και διασκεδάζουν πάντοτε μασκαρεμένες σε κάτι άλλο από το πρόσωπο που είχαν σαν γεννήθηκαν.
Τα μάτια της την πονούσαν, σε κάθε κίνηση των βλεφάρων της την έτσουζαν.. άφησε το αυτοκίνητο στον ίσκιο που σχημάτιζε με το σώμα του ένα μονάχο, γερασμένο αρμιρίκι, το πρώτο δέντρο που αντίκρισαν τα μάτια της από την στιγμή που έστριψε το τιμόνι μακριά από τον δρόμο της δεμοσιάς.. τα μοναδικό που θα αντίκριζε έως ότου τούτες οι στιγμές οι κενές πορείας θα ξανάμπαιναν πάλι σε τροχιά.
Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και βρόντηξε πίσω της την πόρτα σαν να ήθελε να την σπάσει την σιωπή που την απειλούσε, να άκουγε κάποιον, κάτι, να της φώναζε Σιγά! Μα ο θρασύς ήχος αγνοήθηκε, ντροπή και αμηχανία άπλωσαν ολόγυρα τα πλοκάμια της πιο αξιοθρήνητης απελπισίας.
Μπροστά της απλωνόταν η παραλία με τα τεράστια κατάλευκα βότσαλα. Όλα τα σπίτια του χωριού φιλοξενούσαν κάμποσα από αυτά, σε άλλα τα χρώματα που με φροντίδα τα γιόμισαν χέρια παιδικά ανταγωνίζονταν σε ομορφιά τις γλάστρες με τα περιποιημένα λουλούδια στα περβάζια των σπιτιών και άλλα έτσι ολόλευκα συγκρατούσαν τις πόρτες και τα παραθυρόφυλλα από τους απρόβλεπτους μα πάντα καλοδεχούμενους ανέμους των απομεσήμερων.
Η σκέψη της αφέθηκε να πλανηθεί πάνω από την κούνια στο ανατολικό μπαλκόνι, όπου περνούσε τα μεσημέρια της με ένα βιβλία στα χέρια και συντροφιά τις νότες των τζιτζικιών, ποτήρια με δροσερό νερό και χρωματιστούς πεντάγλυκους χυμούς παρέλασαν μπροστά από τα μάτια της κι εκείνη κόντεψε να γονατίσει πρωτού φτάσει στα μισά του δρόμου για το πρώτο κύμα της ακρογιαλιάς.




Όσο συνειδητοποιούσε το περιβάλλον της τόσο πιο πολύ φοβόταν. Μα δεν γύριζε να κοιτάξει πίσω της, να μπει στο αυτοκίνητο και να διανύσει τα ελάχιστα χιλιόμετρα που την χώριζαν από τον κόσμο.. μα ποιος ήταν αληθινά ο κόσμος της; ο κόσμος της στιγμής της της ασκούσε μια τέτοια έλξη που είχε γίνει το ίδιο το δέρμα της. Τελικά η απόσταση δεν είχε απολύτως καμία σημασία σε αυτή την γωνιά της γης. Η Λίνα γνώριζε με απόλυτη βεβαιότητα πως ήταν αδύνατον να συναντήσει οποιαδήποτε μορφή ζωής. Μόνο η καρδιά της θάλασσας παλλόταν τώρα ακριβώς μπροστά της. Πέταξε τα ρούχα της και όρμησε στα κρυστάλλινα νερά, να δροσίσει τα πόδια της που την έκαιγαν από τη διαδρομή πάνω στην πέτρα, με βήματα προσεκτικά προσπέρασε τα εμπόδια που στέκονταν βράχοι ακλόνητοι από τη μανία της θάλασσας και την αλμύρα των φιλιών της, και μόλις η θάλασσα την τύλιξε ως τη μέση, βυθίστηκε ολόκληρη στην απέραντη αγκαλιά της, βυθίστηκε για ώρα, να μην βλέπει φως, το φως να μην την βλέπει, να κρυφτεί, να χαθεί, να φτάσει το βυθό της και να μείνει εκεί. Σαν αναδύθηκε ξέπνοη, στο μάτι του ήλιου διάβασε από την αρχή τη ζωή, κράτησε την εικόνα και με μάτια κλειστά συνέχισε να κολυμπάει… ώσπου έφτασε κάτω από τον μεγάλο βράχο που τα αδέρφια της πριν χρόνια σκαρφάλωναν μονάχα για την χαρά μιας βουτιάς κι έπειτα ξανά και ξανά, βουτιές που η ίδια δεν τόλμησε ποτέ να κάνει.. κείνη κολυμπούσε ως εκείνο το σημείο και χαιρόταν τα παγωμένα νερά. Κάτω από το βράχο υπήρχε μια σπηλιά από όπου έβγαιναν γλυκά κρύα νερά και μόλις πλησίαζες ήταν τόσο έντονη η αντίθεση της θερμοκρασίας που οι πιο πολλοί κολυμπούσαν μακριά. Δεν φαινόταν η σπηλιά, όμως από διηγήσεις ήξερε πως αν βυθιζόσουν, χρειαζόσουν μονάχα μια μεγάλη ανάσα για να βγεις στην άλλη μεριά, ποτέ δεν το είχε δοκιμάσει, στάθηκε εκεί για μια στιγμή και σκέφτηκε να επιστρέψει με παρέα κάποια άλλη στιγμή, μα την μοναδική παρέα που ήθελε την είχε πάντα κοντά της. Κολυμπάμε;
Δεν πίστευε πως θα τα κατάφερνε, μια προσπάθεια ίσα για να δει πως ήταν αδύνατον, έτσι ξεκίνησε… ώσπου έφτασε να νιώθει το ξέφωτο να την καλεί όλο και πιο βαθιά και με την καρδιά της σαν τρελή να χτυπά, την αναπνοή της κομμένη βγήκε στου βουνού την κοιλιά, τα νερά ήταν ρηχά, απίστευτα γαλανά, ζωγραφιστά από τους ιριδισμούς του φωτός που έμπαινε από παντού και από πουθενά, πλησίασε στον βράχο, κουλουριάστηκε μισή βυθισμένη στο νερό μισή λουσμένη στο φως. Φοβόταν. Όχι αν θα καταφέρει τον γυρισμό.. φοβόταν τον χρόνο που δεν υπήρχε, φοβόταν πως του ήλιου το φως δεν θα λιγόστευε, πως δεν θα της φανέρωνε τον χρόνο που περνούσε, πως θα την κατάπινε η άχρονη δίνη της απόλυτης ευδαιμονίας, μιας γοητείας που η ψυχή της ρουφούσε με μανία και την έκανε να νιώθει πως την πρόδιδε.
Και άλλη επιλογή εκεί που έφτασε δεν είχε, και αφέθηκε, να μεταλάβει για εκείνην λαχτάρα, ανάσα, φως, χάδι, δροσιά, να βαπτιστεί σε δάκρυα λυτρωτικά..
και προσευχήθηκε, στη γη που ανάσαινε, τη θάλασσα που την προστάτευε, στις νεράιδες, στο φιλί του…