Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

πώς;





"Είναι προσευχές κάποιοι στοχασμοί. Υπάρχουν στιγμές που,
όποια στάση κι αν έχει το κορμί, η ψυχή βρίσκεται γονατισμένη."



Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

Καλημέρα





Καλημέρα.

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Claude Monet


Impression: Soleil Levant ( 1872, Μουσείο Μαρμοτάν, Παρίσι)
Ο πίνακας του Claude Monet που έδωσε το όνομά του στο κίνημα των Ιμπρεσιονιστών



Η γέννηση του κινήματος των Ιμπρεσιονιστών:

Επιρροές, συνθήκες, τεχνοτροπία

Ο Ιμπρεσιονισμός αναπτύχθηκε στη Γαλλία και ειδικότερα στην περίοδο της αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα Γ', σε μια εποχή που η Ακαδημία Καλών Τεχνών καθόριζε με τρόπο απόλυτο τα όρια της τέχνης. Συγκεκριμένα, η Ακαδημία υπαγόρευε όχι μόνο τη θεματολογία (κυρίως ιστορικά, θρησκευτικά θέματα και πορτραίτα) αλλά και τις τεχνικές που όφειλαν να ακολουθούν οι ζωγράφοι της εποχής (συντηρητικά χρώματα, αφανείς πινελιές), με απώτερο στόχο με την προσθήκη και άλλων ζωγράφων όπως την απομόνωση του θέματος από την ιδιαίτερη προσωπικότητα και ιδιοσυγκρασία του δημιουργού.

"The effect of sincerity is to give one's work the character of a protest. The painter, being concerned only with conveying his imression, simply seeks to be himself and no one else."

Η κίσσα (1869)
Στον πίνακα κυριαρχεί ένα από τα αγαπημένα θέματα του Μονέ: το παιχνίδισμα του ψυχρού χειμωνιάτικου φωτός πάνω στο χιόνι. Από τεχνική άποψη, πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον έργο εξαιτίας της παρουσίας των έντονων κάθετων γραμμών που κατευθύνουν το βλέμμα του παρατηρητή προς την κίσσα.


Πριν: Οι τοπιογράφοι και η ζωγραφική στην ύπαιθρο.
Από τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα, οι καλλιτέχνες είχαν αρχίσει να αμφισβητούν τους καθιερωμένους παραδοσιακούς τρόπους προσέγγισης του τοπίου και προσπάθησαν να απεικονίσουν τις αέναα μεταβαλλόμενες εικόνες του φωτός και της ατμόσφαιρας. Ο Κόνσταμπλ (Άγγλος τοπιογράφος που τα έργα του λατρευτηκαν από το Σαλόνι του Παρισιού και επηρέασαν ζωγράφους όπως ο Ντελακρουά και ο Ζερικό, όμως η αξία τους αποτιμήθηκε κυρίως και πλήρως αργότερα, από το κίνημα των Ιμπρεσιονιστών) έλεγε ότι "ούτε δύο μέρες δεν είναι ίδιες, ούτε καν δύο ώρες". Την άποψη αυτή συμμεριζόταν και η Σχολή της Μπαρμπιζόν, μια ομάδα Γάλλων τοπιογράφων, που είχε δημιουργηθεί στα τέλη της δεκαετίας του 1840.
Οι τοπιογράφοι από τον Κόνσταμπλ και μετά (όπως ο Καμίγ Κορό που επίσης αποτέλεσε πρότυπο των ιμπρεσιονιστών) υιοθέτησαν την συνήθεια να σχεδιάζουν σπουδές στην ύπαιθρο, τις οποίες μετά χρησιμοποιούσαν για να ολοκληρώσουν το έργο στο καλλιτεχνικό τους εργαστήριο.

Δέντρο στην παραλία της Αντίμπ (1888)
Πρόκειται για έναν μεγαλειώδη συνδυασμό πράσινου και μπλε: το χρωματικό παιχνίδισμα της θάλασσας, το πράσινο των φύλλων και το κόκκινο με το μπλε των μακρινών βουνών διαλύονται και αναμειγνύονται μεταξύ τους σε έναν από τους διασημότερους πίνακες του Μονέ, ο οποίος συχνά εμπνεόταν από τα τοπία της νότιας Γαλλιάς.

Αντιθέτως ο Ευγένιος Μπουντέν (1824-98) δούλευε σχεδόν αποκλειστικά σε εξωτερικούς χώρους και τα στοιχεία που ουσιαστικά προσπάθησε να αιχμαλωτίσει στα έργα του ήταν οι επιδράσεις του φωτός και των ατμοσφαιρικών συνθηκών. Ο Μπουντέν όπως και ο Κονσταμπλ χρησιμοποιούσε μια σχεδόν επιστημονική προσέγγιση, σημειώνοντας λεπτομέρειες όπως η κατεύθυνση του ανέμου.
Ήταν λοιπόν αυτός, ο ζωγράφος από τη Χάβρη, που μύησε τον Μονέ(1840-1926) στη ζωγραφική "en plein air" (στην ύπαιθρο) , όταν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1860, οι δυο τους μαζί με τον Γιόχαν Μπάρτολντ Γιόγκιντ (1819-91), ξεκίνησαν να δημιουργούν ολοκληρωμένα έργα στην ύπαιθρο (αρχή του κινήματος του υπαιθρισμού), δουλεύοντας όλοι μαζί στις ακτές της Νορμανδίας. Ο Μονέ επηρεάστηκε βαθιά από αυτή την επαφή με τους μεγαλύτερούς του συναδέλφους, έγραψε κάποτε στον Μπουντέν: "Εσύ ήσουν ο πρώτος που με δίδαξε να βλέπω και να αντιλαμβάνομαι."


Wheatstacks (Θημωνιές ή Το τέλος του καλοκαιριού, 1891)
O Μονέ δούλεψε με επιμονή το θέμα αυτό, αποδίδωντάς το σε πολλά έργα, σε διάφορες ώρες της ημέρας και εποχές του χρόνου, καθώς επιχείρησε να αποδώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το αποτέλεσμα των εναλλαγών του φωτός πάνω στις θημωνιές, στην εξοχή κοντά στο Ζιβερνί, και αντιμετώπισε αρκετές δυσκολίες στην προσπάθειά του να αποτυπώσει τα αμέτρητα και φευγαλέα χρώματα.



Η γέννηση του κινήματος του ιμπρεσιονισμού

Όταν ο Μονέ επέστρεψε στο Παρίσι το 1863, έγινε δεκτός στο στούντιο του Σαρλ Γκλέιρ και έπεισε τρεις από τους συμφοιτητές του - τον Πιέρ Ογκίστ Ρενουάρ(1841-1919), τον Αλφρέ Σισλέ(1839-99) και τον Φρεντερίκ Μπαζίλ(1841-70)- να ζωγραφίσουν μαζί του στην ύπαιθρο, στο δάσος του Φονταινεμπλό. Οι τέσσερις αυτοί νεαροί καλλιτέχνες αποτέλεσαν τον πυρήνα μιας ομάδας ζωγράφων που συμπεριέλαβε και τρεις φίλους από την Ελβετική Ακαδημία, τον Καμίλ Πισαρό(1830-1903), τον Πολ Σεζάν(1839-1906) και τον Αρμάν Γκιγιομέν(1841-1927). Αργότερα, γνωρίστηκαν με τον Εντουάρ Μανέ(1832-83) και τον Εντγκέρ Ντεγκά(1834-1917). Όλα τα μέλη της παρέας γνωρίστηκαν στο Cafe Guerbois, όπου σύχναζαν κυρίως καλλιτέχνες. Οι ιμπρεσιονιστές δεν είχαν σχηματίσει μία κλειστή ομάδα, επρόκειτο για ιδιαίτερα εξωστρεφή άτομα, που τους άρεσε να βρίσκονται όλοι μαζί, να συζητούν για την τέχνη και να διοργανώνουν εκθέσεις.

Η ομάδα εξέθεσε τα έργα της το 1874, ως η "Ανώνυμη Εταιρεία καλλιτεχνών, ζωγράφων, γλυπτών και χαρακτών", αλλά η έκθεση αντιμετώπισε την γενική εχθρότητα. Ένας κριτικός, ο Λουί Λερουά, τους αποκάλεσε περιφρονητικά "ιμπρεσιονιστές"(δηλαδή εντυπωσιοθήρες), ορμώμενος από τον τίτλο του έργου του Μονέ, Εντύπωση: Ανατολή. Αν και η προσωνυμία απέβλεπε στη χλεύη, είχε, ωστόσο, βρει το κλειδί της κατανόησης για το καλλιτεχνικό τους έργο.


"For me, a landscape does not exist in its own right, since its appearance changes at every moment; but the surrounding atmosphere brings it to life - the light and the air which vary continually. For me, it is only the surrounding atmosphere which gives subjects their true value."

Οι παπαρούνες (1873): ο πίνακας, που παρουσιάστηκε στο κοινό στην πρώτη έκθεση των ιμπρεσιονιστών, απεικονίζει την Καμίλ, πρώτη σύζυγο του Μονέ, και τον γιό τους Ζαν, στα χωράφια κοντά στο σπίτι τους στο Αρζαντειγ. Ο Μονέ ζωγράφισε τον πίνακα "στην ύπαιθρο" πάνω σε ένα μικρό φορητό καβαλέτο, όμως παρά την αμεσότητα και φυσικότητά του, ο πίνακας δουλεύτηκε με μεγάλη προσοχή. Τα μοντέλα ποζάρουν δύο φορές, ως το ζευγάρι του πρώτου πλάνου αλλά και ένα ακόμα στην κορυφή του λοφίσκου ώστε τα δυο ζευγάρια να ενώνει ένα μονοπάτι κρυμμένο μέσα στο χορτάρι, που σε συνδυασμό με τα έντονα χρώματα και τους νοητούς διαγώνιους σχηματισμούς, προσδίδουν στο έργο έντονη κίνηση και ζωντάνια.
Τεχνοτροπία

Οι ιμπρεσιονιστές έδιναν λίγη προσοχή στα σταθερά στοιχεία της σύνθεσής τους και έριχναν το βάρος στις μεταβαλλόμενες ατμοσφαιρικές συνθήκες, όπως το παιχνίδι του φωτός στο νερό, την κίνηση των δέντρων από τον άνεμο ή το παιχνίδι των σκιών από ένα κτίριο, πράγμα που σημαίνει οτι όφειλαν να εργάζονται με ταχύτητα, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να πετύχουν το άψογο αποτέλεσμα που ήταν βασική προϋπόθεση για το Σαλόνι του Παρισιού. Για να επιτύχουν ένα αποτέλεσμα που να δίνει την αίσθηση του παλλόμενου, κάποιοι ιμπρεσιονιστές, ανάμεσά τους και ο Μονέ, υιοθέτησαν την τεχνική της οπτικής μείξης. Χρησιμοποίησαν επίσης τα συμπληρωματικά χρώματα, ιδιαίτερα για τις αντιθέσεις φωτός και σκιάς, και σχεδίαζαν τα περιγράμματα με σπαστές γραμμές ή ξεχωριστές πινελιές. Πάνω από όλα, ζωγράφιζαν ό,τι έβλεπαν και όχι ό,τι ήξεραν πως υπήρχε μπροστά τους.
Η δράση αυτής της γενιάς καλλιτεχνών συνέπεσε επίσης με την διάδοση της φωτογραφίας, μια μορφή τέχνης που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τους ιμπρεσιονιστές, όπως είχε αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο στο παρελθόν για τους τοπιογράφους. (Η επιρροή της φωτογραφίας καταδεικνύεται έντονα στο έργο του Ντεγκά)


*****
Ο χρωματικός δίσκος (γνωστός και ως δίσκος του Νεύτωνα). Τα χρώματα που είναι αντιδιαμετρικά στο δίσκο των χρωμάτων είναι γνωστά ως συμπληρωματικά χρώματα.

Τα τρία κύρια ζεύγη είναι το κόκκινο με το πράσινο, το μπλε με το πορτοκαλί και το μοβ με το κίτρινο. Όταν αναμειγνύονται σε ίσες ποσότητες, τα συμπληρωματικά χρώματα δίνουν ένα ουδέτερο γκρι. Όταν τοποθετούνται δίπλα δίπλα, δημιουργούν ένα πολύ ζωντανό αποτέλεσμα.

Οπτική μείξη: Η εκ πρώτης όψεως μείξη αντιπαρατιθέμενων καθαρών χρωμάτων: όταν είναι μαζί, ερμηνεύονται από το μυαλό ως ένα μόνο (ή συνεχόμενο) χρώμα. Αυτό δημιουργεί μια αίσθηση του "παλλόμενου", πολύ πιο έντονη από τη μείξη χρωμάτων σε μια παλέτα και μοιάζει πολύ με την έγχρωμη φωτογραφία. Ο Σερά ήταν ο κύριος θιασώτης της τεχνικής αυτής.

*****
"When you go out to paint, try to forget what objects you have before you, a tree, a house, a field or whatever... merely think here is a little square of blue, here an oblong of pink, here a streak of yellow, and paint it just as it looks to you, the exact color and shape, until it gives you your own naive impression of the scene before you."




Η οδός Μοντοργκεϊγ στο Παρίσι σημαιοστολισμένη (1878)
Μια έκρηξη κόκκινου και μπλε. Με τον τρόπο αυτό ο Μονέ αποθανάτισε με μοναδικότητα την εικόνα των γαλλικών σημαιών όπως αυτές κυμάτιζαν μια μέρα με δυνατό άνεμο.


Παρόλο που οι αρχές αυτές βρίσκονται στην καρδιά του ιμπρεσιονισμού, μόνο ο Μονέ τις τήρησε σε όλη του την καριέρα. Έφτασε, μάλιστα, στα άκρα, παίρνοντας συγκεκριμένα αντικείμενα -θημωνιές, σειρές από λεύκες, την πρόσοψη του Καθεδρικού της Ρουέν- και βάσισε μια ολόκληρη σειρά από πίνακες σε καθένα από αυτά, ζωγραφίζοντας το κάθε αντικείμενο σε διαφορετικές στιγμές της ημέρας και σε διαφορετικές εποχές του χρόνου. Τελικά το ενδιαφέρον του Γάλλου καλλιτέχνη συγκεντρωνόταν στο ίδιο το φως.


"We're having marvelous weather and I wish I could send you a little of the sunshine. I am slaving away on six paintings a day. I'm giving myself a hard time over it as I haven't yet managed to capture the colour of this landscape, there are moments when I'm appalled at the colours I'm having to use, I'm afraid what I'm doing is just dreadful and yet I really am understating it; the light is simply terrifying."

Όταν επιχειρούσε να εξηγήσει τα έργα του αυτά ο Μονέ υποστήριζε ότι η φύση είναι μία δύναμη ιδιότροπη αλλά αιώνια, και ότι με αυτά τα έργα προσπαθούσε να αποτυπώσει κάτι που, παραδόξως, ακριβώς εξαιτίας της φύσης του, δεν μπορεί να αιχμαλωτιστεί!


"Colour is my day-long obsession, joy and torment"

Ο κήπος του καλλιτέχνη στο Ζιβερνί (1907)
Απεικονίζει αυτό που, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έγινε η μεγάλη αδυναμία του Μονέ: τον κήπο του, μια απασχόληση που τον γέμιζε απέραντη χαρά και υπήρξε ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης και δημιουργικότητας.


Σε όλη του τη ζωή, ο Μονέ χαιρόταν να ζωγραφίζει λουλούδια. Το 1871 μετακόμισε με την οικογένειά του στο Αρζαντέιγ, ένα χωριουδάκι στις όχθες του Σηκουάνα κοντά στο Παρίσι, όπου αγόρασε το πρώτο του σπίτι με κήπο. Το πάθος της ζωής του όμως ήταν ο άλλος του κήπος στο Ζιβερνί, ένα χωριό 65 χλμ από το Παρίσι στις όχθες του ποταμού Επτ, όπου μετακόμισε με τα παιδιά του 4 χρόνια μετά τον θάνατο της πρώτης συζύγου του, το 1883, και έζησε τα τελευταία 43 χρόνια της ζωής του. Για τον κήπο του ο ίδιος σχολίαζε: "Σαράντα χρόνια πριν, όταν εγκαταστάθηκα εκεί, δεν υπήρχε τίποτα εκτός από ένα εργαστήριο και ένα μίζερο περιβόλι.. εγώ όμως έσκαψα, φύτεψα και ξερίζωσα με τα ίδια μου τα χέρια..."
Πραγματικά ο Μονέ εργάστηκε μεθοδικά για την υλοποίηση ενός φανταστικού κήπου στο Ζιβερνί, ο οποίος αναδείχθηκε αργότερα σε αξιοθέατο, σπάνιο και μοναδικό έργο τέχνης. Επέλεξε ο ίδιος τα είδη των λουλουδιών, για να έχει ευχάριστους συνδυασμούς και χρωματικές αντιθέσεις στις διάφορες εποχές του χρόνου, ενώ φύτεψε και πολλά ασυνήθιστα φυτά, καθώς αγαπούσε τα εξωτικά φυτά (και τα νούφαρα), ορμώμενος από τα ντελικάτα λουλούδια των ιαπωνικών χαρακτικών που τόσο θαύμαζε.


Water Lilies (1916, The National Museum of Western Art, Tokio)
Εκτυφλωτικό από αισθητική άποψη, τολμηρό όσον αφορά το μέτρο και τη δομή της σύνθεσης. Πρόκειται για το συναρπαστικότερο από τους εξήντα καμβάδες με νούφαρα που ζωγράφισε ο Μονέ στον κήπο του μεταξύ 1914 και 1917. Σε σχέση μετ ις εκδοχές που ζωφράφισε μεταξύ 1903 και 1908, αυτό το επιβλητικό έργο των δύο τετραγωνικών μέτρων είναι ζωγραφισμένο σε πιο ελέυθερο ύφος. Η απόδοση των νούφαρων απομακρύνεται από την ένοια της ζωγραφικής ως "περιγραφής" της φύσης και προσεγγίζει την αφηρημένη τέχνη. Στο εκπληκτικό αυτό έργο, ομάδες στρογγυλών νούφαρων, κυρίως σε ροζ και κίτρινο χρώμα, κατανέμονται με απόλυτη φυσικότητα σε μια υδάτινη μπλε, πράσινη και βιολετί επιφάνεια. Ο Μονέ, εγακαταλείποντας τις παραδοσιακές αρχές σύνθεσης, αποποιείται τους κλασικούς τρόπους προσδιορισμού του χώρου, για παράδειγμα τον ορίζοντα, και ζωντανεύει με μοναδικό τρόπο ένα μεμονωμένο τμήμα του νερού σκεπασμένο με νούφαρα. Η εικόνα με τα νούφαρα να επιπλέουν στο νερό διακόπτεται στις άκρες του καμβά και το στοιχείο αυτό δίνει την εντύπωση οτι ο πίνακας αποτελεί τμήμα ενός μεγαλύτερου έργου.

Από το 1905 και έπειτα, ο Μονέ ζωγράφιζε με προσήλωση και επιμονή τα νούφαρα του κήπου του. Οι πίνακες αυτοί, στους οποίους οι κάλυκες των λουλουδιών αναδύονται μέσα από ένα υδάτινο φόντο χωρίς ορίζοντα και προφανώς χωρίς όρια, αντιπροσωπεύουν μιαν αδιάκοπη αναζήτηση στο θέμα της μεταβλητότητας του χρώματος και του φωτός. Πρόκειται για μια καταπληκτική σειρά έργων που χαρακτηρίζεται από πνευματικότητα, η οποία μπορεί να ερμηνευτεί μόνο από τον παρακάτω ορισμό: πρόκειται για το έργο ενός ποιητή που συντονίστηκε απόλυτα με τη φύση και την εξέφρασε τέλεια μέσω της ζωγραφικής.





πηγές:
Grant Larousse, Ελληνικά γράμματα
Art Gallery, DeAgostini Hellas
Google

Τώρα που μήτε ο έρωτας...


Τώρα που μήτε ο έρωτας μήτε η φιλία της φέρνει,
μήτε κι αυτό το μίσος μου παρηγοριάν, α, πώς
η ώριμη θλίψη μου κατά τα περασμένα γέρνει,
της νιότης μου καρπός!

Χορδή η καρδιά μου δέχονταν το Μάρτη ανατριχίλα.
Ακόμα με συνέπαιρνε γλυκιά μια συλλογή
όταν το νέο Φθινόπωρο με μαραμένα φύλλα
εράντιζε τη γη.

Μια πεταλούδα επέταγε και την ακολουθούσα·
ήταν η απάρθενη ζωή μου, η ζωή του κόσμου, η μια.
Ο νους μου σάμπως ξύπνημα τη χαραυγή. Και η Μούσα
μού άγγιζε τα μαλλιά.

Δώστε μου τα παιδιάτικα χρόνια μου πόχουν γίνει
στην ηρεμία του δειλινού χρυσός, ωραίος καπνός,
τα χρόνια που 'ρθανε χαρά, πέρασαν καλοσύνη,
κι έφυγαν ουρανός.

Βάλετε πάλι στο πικρό χείλος μου την αχτίδα,
στα μάτια την ανθρώπινη και θεία σταλαγματιά.
Εξωτικό μπλάβο πουλί, φέρετε την ελπίδα,
χαμένη τώρα πια.

Και στο χλωμό μου μέτωπο για λίγο κάμετε ώστε
χίμαιρες, οραματισμοί σαν άστρα να κυλούν.
Οι άγγελοι να διατάζουνε, κι από τα τέμπλεα δώστε
οι θεοί να μου γελούν.

Ύστερα, στο κορύφωμα του απελπισμένου δρόμου,
ας ήτανε ανατέλλοντα τα μάτια σου να ιδώ,
πρώτη αγαπούλα, και να κράταες άνθος τ' όνειρό μου,
τ' όνειρο που μαδώ.

Α, πώς η λύπη μου κατά τα περασμένα στρέφει!
Όμοια και η νύχτα πάντοτε γυρίζει στο πρωί.
Α, πώς τα χρόνια σαν καπνός εχάθηκαν, σα νέφη,
σαν πάχνη, σα ζωή!


Κ. Καρυωτάκης