Πόσο μοιάζει το μαντολίνο με τη γυναίκα, πόσο χαριτωμένο κι αξιαγάπητο είναι. Τα βράδια, όταν αλυχτούν τα σκυλιά και μουρμουρίζουν τα τριζόνια, όταν το τεράστιο φεγγάρι ανεβαίνει αργά πάνω από τους λόφους και οι προβολείς στο Αργοστόλι ψάχνουν στα σκοτεινά να σημάνουν συναγερμό, παίρνω στα χέρια μου τη γλυκιά μου Αντόνια. Βουρτσίζω τις χορδές τις απαλά και της λέω: «Πώς γίνεται και είσαι φτιαγμένη από ξύλο;» Όπως όταν αντικρίζω την Πελαγία και τη ρωτάω δίχως λόγια: «Είσαι στ’ αλήθεια φτιαγμένη από σάρκα; Φωτιά δεν είναι αυτό που ‘χεις ζυμωμένο μέσα στο κορμί σου; Κάποιο απομεινάρι των αγγέλων; Κάτι που απέχει πολύ από τα κόκαλα και το αίμα;» Πιάνω τα μάτια της περνώντας, τόσο καθάρια, τόσο πειραχτικά, να κοιτάζουν τα δικά μου. Το κεφάλι της γυρίζει προς το μέρος μου, ένα χαμόγελο, ένα τσαχπίνικο, συνωμοτικό χαμόγελο και έχει κιόλας φύγει. Τη βλέπω να πηγαίνει για νερό κι ύστερα να γυρίζει με τη στάμνα στον ώμο, μια ζωντανή Καρυάτιδα. Κι όπως περνάει δίπλα μου, αφήνει το νερό να πιτσιλίσει τις επωμίδες μου. Ζητά συγνώμη γελώντας κι εγώ της λέω: «Συμβαίνουν ατυχήματα πότε πότε» κι εκίνη ξέρει ότι ξέρω πως δεν ήταν τυχαίο.. Το έκανε επειδή είμαι στρατιώτης, επειδή είμαι Ιταλός, επειδή είμαι ο εχθρός, επειδή είναι κεφάτη και της αρέσει να πειράζει τους άλλους, επειδή είναι μία πράξη αντίστασης, επειδή της αρέσω, επειδή έτσι ερχόμαστε πιο κοντά ο ένας στον άλλο, επειδή είμαστε άντρας και γυναίκα πολύ πριν γίνουμε εκείνη Ελληνίδα κι εγώ εισβολέας. Οι καρποί των χεριών της μου θυμίζουν τη λαβή του μαντολίνου κι η παλάμη της ανοίγει από τον καρπό σαν το τελείωμα του μπράτσου που συγκρατεί τα κλειδιά των χορδών. Και το σημείο όπου το μπράτσο συναντάει το ηχείο έχει την ίδια κοψιά με τη γραμμή του λαιμού της κάτω από το πιγούνι∙ κι η λάμψη του είναι η ίδια με τη μαλακή γυαλάδα της νιότης και του πεύκου.
Τη νύχτα ονειρεύομαι την Πελαγία. Έρχεται και γδύνεται και βλέπω τα στήθια της που μοιάζουν με τις ράχες ναπολιτάνικων μαντολίνων. Τ’ αγγίζω με τα χέρια μου κι είναι δροσερά σαν το ξύλο και ζεστά σαν το απαλό δέρμα της μάνας. Μου γυρίζει την πλάτη και βλέπω πως ο κάθε γλουτός της είναι ένα μαντολίνο, φτιαγμένο από λεπτές φέτες ξύλου, στολισμένο με σιντεφένια στολίδια και σκαλίσματα από έβενο. Ταράζομαι, από τη μια ψάχνω να βρω χορδές και από την άλλη πονάω από πόθο. Και ξυπνάω μουσκεμένος από τη λαχτάρα του κορμιού μου, καταϊδρωμένος, με την Αντόνια στην αγκαλιά μου, με τις μυτερές άκρες των χορδών της να με τσιμπούν. Αφήνω κάτω την Αντόνια κι αναστενάζω για την Πελαγία και μένω ξαπλωμένος και ξύπνιος για λίγο και τη συλλογίζομαι. Ύστερα πιέζω τον εαυτό μου να κοιμηθεί μια ώρα αρχύτερα και να τη δω στ’ αλήθεια.
Σκέφτομαι την Πελαγία κι έχω στο μυαλό μου χορδές. Η Αντόνια έχει τρεις χορδές που συνυπάρχουν στα τρία πρώτα τάστα, ντο ρε και σολ∙ και για να πιαστούν, θέλουν δύο δάχτυλα, όχι ένα. Παίζω σολ, μετακινώ το χέρι μου ένα τάστο και παίζω το ντο, κι ο απόηχος των δυο τους μπερδεύεται κι ακούγονται σαν σοπράνο και άλτο φωνή του ίδιου κλειδιού σ’ ένα από τα τραγούδια της Τοσκάνης. Παίζω το ρε, λυγίζοντας τον καρπό μου για να καλύψει το διπλό διάστημα∙ κι έρχεται και αυτή η νότα να ενωθεί με τις άλλες∙ μα είναι θλιμμένη, σαν να ‘χει μείνει μισή, σαν κόρη παρθένα που δεν έχει γνωρίσει ακόμα τον έρωτα. «Πάρε με, πήγαινέ με πίσω, εκεί που θα βρω τη γαλήνη μου», με ικετεύει. Ξαναγυρίζω τότε στο σολ κι όλα ακούγονται αρμονικά κι εγώ νιώθω σαν το Θεό τον ίδιο που δημιούργησε τη γυναίκα και είδε μπροστά του την πλάση του τελειωμένη και ολοκληρωμένη χάρη σ’αυτή την τελευταία πινελιά.
Η Πελαγία έχει κι αυτή τις τρεις απλές, χαρούμενες χορδές της. Παίζει μ’ ένα γατάκι και γελάει, κι αυτό είναι το σολ. Ανασηκώνει το φρύδι της όταν με πιάνει να την κοιτάζω, κάνει τάχα πως με μαλώνει, πως με κατηγορεί που τη θαυμάζω, κι αυτό είναι το ντο. Με ρωτάει: «Δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις;» κι αυτό είναι το ρε που ζητάει αποφάσεις. «Ο Ντούτσε κι εγώ είμαστε απασχολημένοι σήμερα, έχουμε να καταλάβουμε τη Σερβία», της λέω. Κι εκείνη γελάει κι όλα ξαναμπαίνουν στη θέση τους, ξεκάθαρα κι αρμονικά. Ρίχνει πίσω το κεφάλι της και γελάει∙ τα δόντια της αστράφτουν∙ ξέρει πως είναι όμορφη∙ ξέρει πως ξέρω και βλέπω την ομορφιά της. Μου θυμίζει κάποια αστραφτερά, κάτασπρα σπιτάκια, ασβεστωμένα, σ’ ένα λόφο μακρινό κάπου στην Κρήτη. Είναι χαρούμενη και περήφανη και δισταχτική, όλα γυρίζουν ώσπου ξανάρχονται στο ίδιο σημείο. Κι εκείνη αντηχεί ξανά στο σολ. Ακούω τον εαυτό μου να γελάει. Οι φωνές μας απέχουν ολόκληρες οκτάβες κι όμως τα γέλια μας αντηχούν αρμονικά, μαντόλα και μαντολίνο, κι από μακριά ακούγεται ένα όπλο που ρίχνει εναντίον κάποιων φανταστικών εγγλέζικων αεροπλάνων, το τερέτισμα του αυτόματου, έτσι έχουμε και συνοδεία τυμπάνων.
Η Πελαγία ακούει τον ήχο των όπλων και συννεφιάζει. Ήμαστε ευτυχισμένοι μαζί, καθισμένοι σ’ αυτή τη βεραντούλα που τη σκιάζουν οι βουκαμβίλιες∙ οι μέλισσες τρυγούσαν αμέριμνες τους ανθούς, τώρα όμως, είναι και πάλι πόλεμος. Ο πόλεμος ξαναγύρισε και η Πελαγία σμίγει τα φρύδια της και κατσουφιάζει. Θέλω να της πω: « Πελαγία, λυπάμαι, δεν ήταν δική μου ιδέα. Δεν είχα καμία όρεξη να πάρω τις κατσίκες σας και να κάψω τι ελιές σας. Δεν είμαι από τη φύση μου παράσιτο». Μα δεν μπορώ να πω τίποτα και η Πελαγία το ξέρει αυτό. Και καταλαβαίνει μια χαρά γιατί δεν μπορώ να μιλήσω. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να μου ρίχνει το φταίξιμο γιατί δεν έχω αρκετή δύναμη θέλησης. Μ’ έχει ακούσει να μιλάω για pax Romana, για την ανασύσταση της αρχαίας αυτοκρατορίας που είχε φέρει τάξη και ειρήνη σ’ όλο τον κόσμο, για τη μεγαλύτερη περίοδο πολιτισμού στην Ιστορία του Ανθρώπου. Και σμίγει τα φρύδια της λυπημένη.
Όταν η Πελαγία συνοφρυώνεται ακούγοντας τον μακρινό ήχο των όπλων μοιάζει με τη χορδή του μι μινόρε της εβδόμης με ηλαττωμένη πέμπτη∙ στο δυνατό χτύπημα ακούγεται θυμωμένη κι ετοιμοπόλεμη, μια χορδή για παρτιζάνους κι αντάρτες∙ αλλά στο μαλακό χτύπημα μεταμορφώνεται και γίνεται μια νότα ατέλειωτης και νοσταλγικής θλίψης. Η Πελαγία είναι λυπημένη. Παίρνω τότε την Αντόνια και παίζω ρε μινόρε. Σηκώνει τα μάτια και μου λέει: «Έτσι ακριβώς νιώθω. Πώς το ήξερες;» Κι εγώ θα ήθελα να της απαντήσω: «Το ήξερα επειδή σ’ αγαπώ». Αλλά αντί γι’ αυτό, της λέω: «Επειδή είσαι συλλογισμένη και κάτι περιμένεις». (…)
~απόσπασμα από το Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι, του Λουί ντε Μπερνιέρ~
Ουφφφ, το ταίριαξες υπέροχα!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠερίεργο πράγμα όμως...
Όλη σου τη ζωή να ψάχνεις την 'Πελαγία' σου και όταν την βρεις
να αναρωτιέσαι αν είναι υπαρκτή!!! :-)
Την αγάπη μας για άλλη μια φορά σήμερα!!χαχαχα
(Αλήθεια τι έχει αλλάξει και δεν μου βγάζει ο μπλόκερ -και στο δικό σου μπλογκ μα και σε κάποια άλλα-την επιλογή για παρακολούθηση σχολίων;Μήπως είναι θέμα ρύθμισης; )
μα αν δεν αναρωτιέσαι και αν δεν θέλεις να τσιμπηθείς
Διαγραφήγια να επιβεβαιώσεις πως δεν είναι όνειρο αυτό που ζεις,
τότε ίσως αυτό που έψαχνες να μην έχεις βρει...
ο έρωτας σε κάνει να νιώθεις τυχερός και ξεχωριστός :)
δηλαδή σου άρεσε και το τραγουδάκι;
γιατί από ό,τι κατάλαβες το απόσπασμα το ανέβασα για χάρη του!
ευχαριστώ για την έμπνευση,
μου άρεσε κι εμένα όπως ταίριαξαν τα δυο :)
Καλό ξημέρωμα!
Φλασσάκι μόλις διάβασα ένα σχόλιο στο μπλογκ του Νημερτή όπου κι εκεί υπάρχει το ίδιο πρόβλημα κοίτα τι λέει ,αλλά μη με ρωτήσεις πως ναι;;χαχαχα
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάνε ένα κοπο κι άλλαξε τη φόρμα των σχολίων. Ενσωμάτωσέ την στην ανάρτηση (κι όχι ως pop up παράθυρο ή ξεχωριστή σελίδα). Μετά τις αλλαγές που έκανε ο Blogger δε μας δίνει δυνατότητα επιλογής για επιστροφή των σχολίων/απαντήσεων στα δικά μας σχόλια κλπ, ώστε να κάνουμε διάλογο). Αν εσωματώσεις τη φόρμα σχολίων στην ανάρτηση (Πίνaκας Ελέγχου/Ρυθμίσεις/Σχόλια) και το κάνεις όπως το δικό μου, μας δίνεται τούτη η δυνατότητα.
χαχαχα μ'αρέσει που με τρέχεις, ενώ μου έφερες και εδώ τις πληροφορίες :) Ευχαριστώ πολύ :) το άλλαξα!
Διαγραφήαν και με ξεβολεύει.. εγώ από πάντα το pop up είχα, αν δεήσει να διορθωθεί θα το αλλάξω πάλι, να εξηγούμαστε :p
πάω τώρα γιατί είχα ραντεβού και με πήρε ο ύπνος νωρίτερα το απόγευμα και έχω καθυστερήσει.. εμ αυτό σου κάνουν τα ξενύχτια τα επαναλαμβανόμενα... μόλις επιστρέψω θα χαρώ δεόντως την καινούρια φόρμα, απαντώντας και στα υπόλοιπα σχόλια :))
Φιλιά!!! -αλλά σε όλους, όχι μόνο σε σένα :p
Το βιβλίο δεν το έχω διαβάσει, τώρα με αυτό το όμορφο απόσπασμα που μας διάλεξες ίσως το πάρω !
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα Γιώργο
Διαγραφήμε τον Ψυχογιό δεν συνεργάζεσαι;
συγνώμη αν κάνω λάθος.. πάντως δική του είναι η έκδοση,
θα το βρεις εύκολα.. να το διαβάσεις ναι, έχει ενδιαφέρον,
δεν είναι καθόλου απλώς άλλη μία ερωτική ιστορία..
και να δεις και την ταινία! γυρισμένη στη χώρα μας,
στην Κεφαλονιά συγκεκριμένα.
Καληνύχτα!
Ένα συγκλονιστικό γεγονός (πόλεμος, φυσική καταστροφή) μπορεί να σταθεί αιτία- αφορμή για ένα δυνατό συναίσθημα όταν περιέχεται και αγώνας για ένα ιδανικό (νόημα στη ζωή).Όταν περιέχεται και αγάπη στην ομορφιά, σε όλες τις εκφάνσεις της τέχνης, τότε το αίσθημα είναι πλήρες και ίσως ισόβιο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίο και ρομαντικό κείμενο.
ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ.
Καλησπέρα :) ένα πολύ καλό της αλλαγής της φόρμας εδώ στα σχόλια ειναι οτι μπορώ να σου απαντάω άμεσα, αφού δεν έχω κάποιο όνομα..
Διαγραφή'πλήρες και ισόβιο' το συναίσθημα της αγάπης.. τί ωραίο και λιτό.. η πιο ακριβής περιγραφή, μια περιγραφή των δύο επιθέτων...
πράγματι, για αυτούς του δύο ήταν έτσι.
όμως συνήθως δεν είναι έτσι;; απλώς κακομεταχειριζόμαστε τις έννοιες στον καθημερινό λόγο, αυτό είναι όλο.. σε σημείο που έχουμε καταλήξει σχεδόν οι 'σοφοί' της εποχής μας πως τίποτα δεν είναι ισόβιο παρά μόνο στις ταινίες και στα βιβλία.. δηλαδή σε μη πραγματικό και βιωμένο χρόνο..
τί ψέμα που είναι αυτό όμως!
γιατι υποκύπτουμε τόσο συχνά και όλοι μας καθώς φαίνεται,
σε αυτήν την υποκρισία;
δεν έχω ιδέα...
ναι είναι ρομαντικό το κείμενο, κι εγώ το βλέπω :)
είναι απλό, γραμμένο απλά, με συναίσθημα απλό και καθαρό
και απαιτεί για να διαβαστεί και να αγαπηθεί απλή καρδιά..
σ'ευχαριστώ, να έχεις όμορφο ξημέρωμα!
ΑΑααααα έτσι μάλιστα, είσαι σαΐνι!!! ;)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατόπιν αδείας αξίζεις και φιλί...χαχαχα
αχμμφφ εμένα γιατί με παιδεύει;
Διαγραφήχαχαχα θα το συνηθίσω που θα πάει! :)
μα πού είναι η Καπετάνισσά μου
καλά! σου! πώς κάνεις έτσι; :p
παιδέματα με την σύνδεσή της φαντάζομαι πως έχει..
σωστή; Να της δώσεις πολλά φιλιά
και πως μας λείπει πολύ να της πεις!