Γιάννης Ρίτσος
( Μονεμβασιά 1 Μαϊου 1909 - Αθήνα 11 Νοεμβρίου 1990)
Κορυφαίος Έλληνας ποιητής. Γεννήθηκε στη Μονεμβάσια την Πρωτομαγιά του 1909 και πέθανε στην Αθήνα το 1990. Πάνω από 100 ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα πεζογραφήματα (μυθιστορήματα τα ονομάζει ίδιος), τέσσερα θεατρικά, όπως και μελέτες για ομότεχνους συγκροτούν το κύριο σώμα του έργου του. Πολυάριθμες μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του δημιουργού.
Ο πατέρας του ήταν κτηματίας αλλά έχασε την περιουσία του και πολύ νωρίς ο ποιητής δυστύχησε οικονομικά.
Γρήγορα το ενδιαφέρον του στράφηκε στην ποίηση και στα μεγάλα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα της εποχής του. Οι νέες ιδέες του ήταν μαρξιστικές. Αυτές οι ιδέες στάθηκαν αφορμή για περιπέτειες. Φυλακίστηκε, εξορίστηκε και εκτοπίστηκε πολλές φορές. Τόποι εξορίας του υπήρξαν η Μακρόνησος και ο Άγιος Ευστράτιος παλιά, η Γυάρος, η Λέρος και η Σύρος στην επταετία της χούντας. Η ζωή του ποιητή υπήρξε ταραγμένη και περιπετειώδης. Χαρακτηρίζεται από ασθένειες και πολιτικές διώξεις. Σίγουρα όλη αυτή η ένταση, επηρέασε την ποίησή του.
Το 1921 άρχισε να συνεργάζεται με τη «Διάπλαση των Παίδων». Πολλά από τα νεανικά του ποιήματα δημοσιεύτηκαν στο φιλολογικό παράρτημα της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» του Πυρσού.
Για να ανταπεξέλθει στις βιοτικές ανάγκες εργάστηκε ως χορευτής σε επιθεωρησιακό μπαλέτο (1930) αφού φοίτησε στη σχολή Μοριάνοφ. Επίσης, ο Ρίτσος ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και τη μουσική.
Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ άρχισε κα τη συνεργασία του με τον Ριζοσπάστη, με τα «Γράμματα για το Μέτωπο». Το 1935 κυκλοφορούν οι «Πυραμίδες», το 1936 ο «Επιτάφιος» και το 1937 «Το τραγούδι της αδελφής μου». Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1948-1952 εξορίστηκε σε διάφορα νησιά. Το 1956 τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος».
Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ από 75 Γάλλους ακαδημαϊκούς, συγγραφείς και νομπελίστες, το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1987 του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Διακρίθηκε όμως και με πολλά ξένα βραβεία. «Μέγα διεθνές βραβείο ποίησης» (Βέλγιο, 1972), διεθνές βραβείο «Γκεόργκι Δημητρώφ» (Βουλγαρία, 1975), μέγα βραβείο ποίησης «Αλφρέ ντε Βινύ» (Γαλλία, 1975), διεθνές βραβείο «Αίτνα-Ταορμίνα» (Ιταλία, 1976), «βραβείο Λένιν για την ειρήνη» (ΕΣΣΔ, 1977), διεθνές βραβείο «Μποντέλο» (1978).
Ποιος είναι λοιπόν ο Ρίτσος; Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων ή ο μοναχικός σκεπτικιστής, ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου»; Ο αισθησιακός που ρουφάει με όλους τους πόρους του τους χυμούς της ζωής, αυτός που κλείνει μέσα στ’ ανθρώπινο σώμα τον φυσικό κόσμο και , αντίστροφα, μεταμορφώνει το σύμπαν σε παλλόμενη σάρκα; Ο ερωτικός, που σκιρτά σ’ όλα τα αγγίγματα των σωμάτων και των αγαλμάτων, ή ο ασκητής που «απωθεί» κα «θεώνεται»; Ή μήπως ο φύσει υπαρξιακός που εκθέτει την αγωνία του στον ψιθυριστό διάλογό του με τον χρόνο και τον θάνατο; Ο «διχασμένος και διπλός», μας λέει ο ίδιος, επιβεβαιώνοντας τον υπερβατικό λόγο της ποίησης.
Και μια απλή καταγραφή του τεράστιου σε όγκο έργου του (πάνω από 100 ποιητικά βιβλία, 4 θεατρικά, πεζά, δοκίμια, μεταφράσεις) θα απαιτούσε πολλές σελίδες. Ας αρκεστούμε σε μια συνοπτική παρακολούθηση της ποιητικής πορείας.
1934-1936: Μέσα από τον παραδοσιακό στίχο, στις παράλληλες συλλογές Τρακτέρ (1930-34), Πυραμίδες (1930-35), εκφράζει τους νέους προσανατολισμούς του επιχειρώντας μια ρήξη που αποδεικνύεται όμως αρκετά επώδυνη.
Τον Μάιο του 1936, η αιματηρή καταστολή της διαδήλωσης των απεργών καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη, του εμπνέει τον Επιτάφιο, αυτό το μοιρολόι της μάνας μπροστά στο σώμα του σκοτωμένου γιού της, που μετατρέπεται σε κοινωνική διαμαρτυρία και εξέγερση. Στον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο μετακενώνεται η δημοτική και λόγια παράδοση, φορτίζοντας το σύγχρονο δράμα, ενώ η ανάκλαση του χριστιανικού μύθου ευαγγελίζεται μιαν άλλη ανάσταση. Ο Επιτάφιος παραδόθηκε στην πυρά από τους δικτάτορες της 4ης Αυγούστου.
1937-43: Είναι η περίοδος της λυρικής έκρηξης. Ένας μοντέρνος λυρισμός, σε ελεύθερο στίχο, όπου η μουσική ροή και τα ενσωματωμένα στοιχεία του υπερρεαλισμού πειθαρχούν στον ειρμό του αισθήματος και του στοχασμού. Ο υπαίθριος χώρος εισβάλλει σε τολμηρές φωτεινές και ονειρικές εικόνες. Οργιώδης φαντασία που ξέρει να γειώνεται ακουμπώντας πάντα στα απλά πράγματα.
Το 1937, συγκλονισμένος από τη ψυχική ασθένεια της αδελφής του Λούλας, που οδηγείται στο Δαφνί, γράφει «το τραγούδι της αδελφής μου». (Σημειωτέον οτι στο ίδιο ίδρυμα βρίσκεται ο πατέρας από το 1932). Είναι το ποίημα που θα το χαρίσει το «χρίσμα» του γέρου Παλαμά: «Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις».
Η «Εαρινή συμφωνία» (1937-38) έρχεται να επουλώσει πληγές: ψυχική ανάταση και θάμβος μπροστά στο θαύμα του πρωτοφανέρωτου έρωτα. Στο «Εμβατήριο του ωκεανού» (1939-40), το όνειρο το μεγάλο ταξιδιού τρέφεται με μνήμες του μονεμβασιώτικου βράχου. Αναπόληση μέσα στην άξενη πολιτεία όπου προβάλλεται κιόλας η εφιαλτική εικόνα της ναζιστικής θηριωδίας: «Οι άνθρωποι ετοιμάζουν σκάλες με ανθρώπινα κόκαλα για ν’ ανέβουν».
Την έντονη μουσικότητα διαδέχεται ένας υπόγειος ρυθμός στην «Παλιά μαζούρκα» σε ρυθμό βροχής (Μακρινή εποχή της εφηβείας), 1942, και στη «Δοκιμασία»(1935-43), όπου θα εισχωρήσουν προοδευτικά συμβολικές αναφορές στη κατοχική καταπίεση. Ο στίχος εκτείνεται, και το ύφος πλησιάζει «το πρότυπο της απλής συνομιλίας», τη χαρακτηριστική φωνή του Ρίτσου.
1944-53: Σ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής ο ποιητής είναι καθηλωμένος στο κρεβάτι από μια σοβαρή υποτροπή της αρρώστιας. Συμμετέχει στο καλλιτεχνικό τμήμα του ΕΑΜ. Πολλά από τα γραπτά του, μεταξύ των οποίων και ένα μυθιστόρημα, καταστράφηκαν στα Δεκεμβριανά. Στον εμφύλιο, εξορίζεται στη Λήμνο (1948), στη Μακρόνησο (1949), στον Αη Στράτη (1950). Απελευθερώνεται το 1952.
Από την «Τελευταία Π.Α. εκατονταετία» (1942), που γράφεται παράλληλα με την «Δοκιμασία», αρχίζει μία καινούρια περίοδος, η οποία καλύπτει αυτά τα δύσκολα χρόνια. Σχεδόν αποκλειστικά, ποιήματα του αγώνα και της εξορίας που, αν και διαφέρουν μορφικά μεταξύ τους, τα συνδέει η θεματική συνάφεια και η μεταφορά της νωπής ιστορικής εμπειρίας:
Η κοινότητα του πόνου θα εκφραστεί με τη μορφή του χορικού (Τρία χορικά, 1944-470. Την εποποιία της Αντίστασης ζωντανεύουν τα δίδυμα έργα «Ρωμιοσύνη», «Η Κυρά των αμπελιών» (1945-47): κλέφτες του’21 και αντάρτες πολεμούν μαζί τον κατακτητή. Σε αντιστοιχία, η αναβίωση της παράδοσης με δημοτικούς ρυθμούς και παραστάσεις γονιμοποιεί τον μοντέρνο, κάποτε υπερρεαλίζοντα στίχο στις επικολυρικές αυτές συνθέσεις. Στον «Πέτρινο Χρόνο» (1949), αντίθετα, ο λόγος απογυμνώνεται, γίνεται κραυγή που ανεβαίνει από την κόλαση της Μακρονήσου. Συμπύκνωση, εξομολογητικότητα στα απέριττα «Ημερολόγια Εξορίας», ενώ, παράλληλα κυλάει ένα ποίημα ποταμός (5.500 στίχοι), «Οι γειτονιές του κόσμου»(1949-51), το «χρονικό» της δεκαετίας 1940-1950. Με πολλά ενδιάμεσα στάδια, όπου η προσπάθεια να συντηρηθεί η φλόγα της πίστης αποκαλύπτει τα ρήγματα της ήττας της Αριστεράς, ο κύκλος κλείνει με την συγκλονιστική «Ανυπόταχτη Πολιτεία» (1952-53): Συνειδητοποίηση του βάθους της ήττας με την επιστροφή στη μουδιασμένη και «εκσυγχρονιζόμενη» Αθήνα. Προσπάθεια επανένταξης και εσωτερικός αγώνας για την ανάκτηση των χαμένων ελπίδων.
1954-67: Το 1954 ο Ρίτσος παντρεύεται με την γιατρό Φαλίτσα Γεωργιάδη. Τα χρόνια που ακολουθούν είναι μια ανάπαυλα ειρήνης και γαλήνης στο σπιτικό περιβάλλον. Η γέννηση της κόρης του Έρης του χαρίζει το ευφρόσυνο «Πρωινό άστρο» (1955). Η εποχή αυτή θα φέρει μία καινούρια καρποφορία. Εσωτερικές διεργασίες και αντικειμενικές συνθήκες (σχετική ύφεση του ψυχρού πολέμου και κάποια φιλελευθεροποίηση και στον τομέα της αισθητικής μετά το 20ο σοβιετικό συνέδριο) αποδεσμεύουν μία πολύτιμη ύλη που θα οδηγήσει το έργο του στην αιχμή της σύγχρονης ποίησης. Είναι η περίοδος των υψηλών συλλήψεων και των ευρηματικών μορφικών τρόπων της «Τέταρτης Διάστασης», που εγκαινιάζεται με την κλασική στην οικονομία της και την υποβλητική της γοητεία «Σονάτα του σεληνόφωτος» (1956, Α’ κρατικό βραβείο ποίησης).
Στα πολύστιχα αυτά ποιήματα (δραματικοί μονόλογοι τα περισσότερα), ο Ρίτσος μέσα από διαφορετικές περσόνες, σύγχρονες ή μυθολογικές, θα πραγματοποιήσει καταβυθίσεις στο σκοτεινό πηγάδι της ψυχής και του υποσυνείδητου, θα μιλήσει για τη μοναξιά, την ερωτική στέρηση, το γήρασμα του σώματος και των πραγμάτων (Σονάτα του σεληνόφωτος, Το νεκρό σπίτι, 1959, Κάτω από τον ίσκιο του βουνού, 1960), θα αναδείξει την αξία της απλής ζωής όπου συντελείται το θαύμα, αποενοχοποιώντας τον αντιήρωα (Ισμήνη, 1966-71), θα ανατάμει τις συνειδησιακές συγκρούσεις του ατόμου – φορέα της κοινωνικής πράξης (Ορέστης, 1962-66, Φιλοκτήτης, 1963-65). Κι ακόμα θα επιχειρήσει μια δυναμική ανακατάσταση του χρόνου μέσα από την ατομική και ιστορική μνήμη (Όταν έρχεται ο ξένος, 1958).
Οι αρχαιόθεμοι μονόλογοι αντλούν από τον κύκλο των Ατρειδών, των Λαβδακιδών και τον τρωικό κύκλο. Ο μύθος συγχωνεύεται με τις κοινωνικο-ιστορικές εμπειρίες όπως και με την ιστορία της επίσης τραγικής μονεμβασιώτικης οικογένειας. Τα ετερόκλητα στοιχεία οργανώνονται μέσα σε μια ιδιότυπη, ερεθιστική συγχρονία. Ο σχεδόν δοκιμιακός στοχασμός καλύπτεται από τη σεμνότροπη εξομολογητικότητα της καθημερινής κουβέντας.
Παράλληλα με τις συνθέσεις της Τ.Δ., καλλιεργείται συστηματικά το ολιγόστιχο ποίημα, που σαν να συμπυκνώνει τους πληθωρικούς μονολόγους. Λιτό, συχνά αινιγματικό, καταγράφει χαμηλόφωνα τις ελάχιστες χειρονομίες, τους ψυχικούς κραδασμούς, καθηλώνει το φευγαλέο καθαγιάζοντας την καθημερινότητα. Ο ποιητής διαλέγεται με τον κόσμο των πραγμάτων (έπιπλα, σκεύη, εργαλεία της δουλειάς), αυτών των «απλών, απτών, αδιανόητων και κατευναστικών αντικειμένων, αυτών των μικρών συσσωρευτών της χρήσιμης ανθρώπινης ενέργειας», καθώς λέει ο ίδιος σχολιάζοντας τις «Μαρτυρίες» (1957-65). Τα αντικείμενα, όπως όλα τα ζώντα ή άψυχα του σύμπαντος, βρίσκονται σε συνεχή ανταπόκριση με τον άνθρωπο. Κι αυτή η ποιητική όραση που νηματοδοτεί τον κόσμο είναι ίσως η μεγαλύτερη χάρη και δωρεά του ριτσικού έργου.
1967-72: Αμέσως μετά το πραξικόπημα του 1967, ο Ρίτσος οδηγείται πάλι στις εξορίες: Γυάρος, Λέρος και, στη συνέχεια, τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο, ως το τέλος του ’70. Μαζί με τους δυνάστες, το φάσμα του θανάτου είναι συνεχώς παρόν (νοσηλεύεται στον Άγιο Σάββα φρουρούμενος). Από την άλλη, η διάσπαση του ΚΚΕ και η επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία δεν ήρθαν να τονώσουν το ηθικό του. Κι όμως η ζοφερή επταετία ήταν η πιο παραγωγική του περίοδος. Το πλήθος των βραβείων και των τιμητικών διακρίσεων στο εξωτερικό εξάλλου, όπως και οι μεταφράσεις σε διάφορες γλώσσες, μαρτυρούν την διεθνή απήχηση του έργου του που θα αυξάνεται ολοένα.
Οι δραματικές συνθήκες που σφράγισαν όλη αυτή την περίοδο μας επιβάλλουν να την ξεχωρίσουμε από την προηγούμενη, μολονότι κι εδώ καλλιεργούνται οι ίδιες ποιητικές μορφές. Η αλλαγή οπτικής και διάθεσης – όχι διαθεσιμότητας – υπαγορεύει και αλλαγές στο ύφος και στη γραφή: εισχωρεί ο σαρκασμός και η ειρωνεία, προπάντων το στοιχείο του παραλόγου.
Η τριπλή συλλογή Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα (1968-69) εκδόθηκε δίγλωσση στη Γαλλία: Καταγγελία του καθεστώτος αλλά και έκφραση πικρίας – ένα αίσθημα «απορφανισμού», ύστερα από την κρίση στις σοσιαλιστικές χώρες. Χωρίς να λείπει η αντιστασιακή δόνηση, όπως π.χ. στο χορικό «Ο αφανισμός της Μήλος» (1969) ή στα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» (1968), το κύριο σώμα των ποιημάτων αυτών των χρόνων διαποτίζεται από μία αίσθηση ματαιότητας και θανάτου. Σε συλλογές όπως «Ο τοίχος μέσα τον καθρέφτη» (1967-71), «Διάδρομος και σκάλα» (1970), «Γραφή τυφλού» (1972-73), εισβάλει ο κόσμος του «ημερινού και νυχτερινού εφιάλτη». Ένας κόσμος σακατεμένος, παραμορφωμένος, παρανοϊκός.
Αλλά και σε μονολόγους της «Τέταρτης Διάστασης», όπως ο «Αγαμέμνων», η «Χρυσόθεμις», η «Ελένη» (1970), «Η επιστροφή της Ιφιγένειας» (1971-72), το κέντρο βάρους μετατίθεται στο υπαρξιακό πεδίο. Είναι η ώρα των απολογισμών: «Ο Τρωικός πόλεμος», «Η θυσία της Ιφιγένειας», η (σε προηγούμενη φάση , στο ποίημα Ορέστης) καθαρτήρια μητροκτονία, θέτουν τώρα το τραγικό, αναπάντητο ερώτημα: «προς τι;». Η έλλειψη νοήματος, το «μέγα τίποτα» κυριαρχεί. Η ιστορία είναι μία αέναη επανάληψη παθών και ο ζωοποιός λόγος αυτοακυρώνεται. Μένει ο ηρωικός πεσιμισμός της Ελένης; «…Ωστόσο – ποιος ξέρει – ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, και η ομορφιά του ανθρώπου…» Κι όμως μέσα στη δικτατορία θα ακουστούν αιφνίδια συνθέσεις εξόδου που προοιωνίζονται μία εύφορη δημιουργία, ενδεικτική της εγρήγορσης, της θεληματικότητας και της μανίας του ακατάβλητου ποιητή.
1972-83: Το κωδωνοστάσιο και η Γκραγκάντα (1972) ευαγγελίζονται την εξέγερση που ήταν να ΄ρθει, αλλά και εγκαινιάζουν νέους εκφραστικούς τρόπους. Μετα-υπερρεαλιστική, εξπρεσιονιστική γραφή, αμάλγαμα λόγιας και λαϊκής γλώσσας. Ένας κόσμος ρευστός, όπου άνθρωποι, ζώα, πράγματα συνδιαλέγονται απειθάρχητα: «…Και τα λόγια διασταυρούμενα, ανταποκρίσεις, απομακρύνσεις, παρεξηγήσεις, τυχαίες συνέχειες – το πιότερο μονόλογοι – λόγια ασυνάρτητα, ασήμαντα, ερευνητικά, αναπάντητα, απαραίτητα…», σχολιάζει ο ίδιος. Ένα αλλόκοτο σύμπαν μυρμηγκιάζει στην αστείρευτη φαντασία. Ίσως αυτό να σημαίνει «Γίγνεσθαι» (συγκεντρωτικός τόμος που εκδόθηκε το 1977), σε σχέση με ένα προηγούμενο «είναι». Τα «Επινίκια», επίσης συγκεντρωτικός τόμος που περικλείει συνθέσεις από το 1977 ως το 1983, ανακαλούν επικές μνήμες που προβάλλονται στο μέλλον. Ενοραματικές συλλήψεις του υπερώριμου Ρίτσου, ο οποίος επενδύει αξιωματικά μ’ όλη του την ποιητική σκεύη και τον παράφορο λυρισμό του, άλλη μια φορά, στο ιστορικό στοίχημα.
Προέκταση της ποίησης του, η πεζή εννεαλογία «Εικονοστάσιο ανώνυμων αγίων» (1983-86), σύντηξη ατομικών όπως και κοινωνικών βιωμάτων και ερωτικών φαντασιώσεων. Διάφορα προσωπεία του επιτρέπουν να εκφράσει μύχιες σκέψεις και επιθυμίες με δραματικούς ή παιγνιώδεις τρόπους, με μια τολμηρή, κάποτε ελευθεριάζουσα γλώσσα.
Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας 50 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων. Με το έργο του εισήλθε σ’ όλα τα ορατά και αόρατα, άντλησε από το βάθος του χρόνου και το πλάτος του κοινωνικού χώρου. Εκμεταλλεύθηκε δυναμικά τον αστείρευτο πλούτο της νεοελληνικής γλώσσας. Συμφιλίωσε τους αγώνες για τα καίρια προβλήματα της εποχής μας με την εσωτερική βίωση των πραγμάτων και την αναζήτηση του νοήματος της ύπαρξης. Στις μείζονες συνθέσεις και στα μικρά ποιήματα, όπως και στα δοκίμιά του, ανέδειξε μία σύγχρονη ευαισθησία, προσαρμόζοντας τη φωνή του στους χαμηλούς τόνους της βαθιάς επικοινωνίας και της εξομολογητικότητας.
Οι συλλογές που εκδόθηκαν αμέσως μετά το θάνατό του με τον τίτλο Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα είναι η ύστατη χειρονομία του. Προδομένος από το όραμά του, κοιτάζει κατάματα το θάνατο μεταγγίζοντας και τις τελευταίες στιγμές του στο λόγο. «Γεύση βαθιά του τέλους προηγείται του ποιήματος. Αρχή».
Σπουδαίος δημιουργός.. Πάνε κι όλας 18 χρόνια ε; Πως περνάει έτσι ο καιρός.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα.
@jacki
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα jacki μου! Προχθές που το φεγγάρι με παρέσυρε να ποστάρω την 'σονάτα του σεληνόφωτος' ήταν ακριβώς 18 χρόνια από τον θάνατό του... δεν είχα ιδέα... έτυχε!
Μου είναι πολύ δύσκολο να επιλέγω αγαπημένο ηθοποιό, τραγουδιστή, ποιητή κτλ γιατί κάθε καλλιτέχνης έχει κάτι διαφορετικό να προσφέρει, αλλά για τον Ρίτσο μπορώ εύκολα να το πω.
Έχει τέτοιο εύρος το έργο του και τέτοιο βάθος, με έχει αγγίξει με τόσους τρόπους και σε τόσες διαφορετικές περιόδους της ζωής μου που, αν έπρεπε, θα μπορούσα άνετα να τον ξεχωρίσω ως τον αγαπημένο μου.
Καλημέρα κοριτσάκι! Σε διάβασα και με έκανες λιώμα! Έρχομαι! :)
εξαιρετικός πραγμτικά ποιητής. με διευρυμένη θεματολογία και απλότητα στα μεστά του νοήματα. ορισμένα δε ποιήματά του δείχνουν και μια βαθειά ερωτευμένη ψυχή με την ένωση, με την αγάπη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒίος και πολιτεία.
ΑπάντησηΔιαγραφή"Τρόμαξα" και μόνο απ' το εύρος των εμπειριών ,για φαντάσου να τις ζήσεις ώστε να της αποδόσεις με μορφή ποίησης μέσα από την ψυχή.
Κοινό χαρακτηριστικό πολλών μεγάλων η ταραγμένη ζωή τους.
Καλό βράδυ
@χαρά
ΑπάντησηΔιαγραφή"Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις."... είπε για εκείνον ο Παλαμάς!
Καλημέρα Χαρά!
@Κωνσταντίνε,
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλημέρα! Δέος νιώθει κανείς. Σπουδαία προσωπικότητα με γνήσιο πάθος και αγάπη για τον άνθρωπο και τη ζωη, για την πατρίδα, την ελευθερία.
Έχω την αίσθηση οτι οι μεγάλοι δημιουργοί γεννιούνται κουβαλώντας το σπουδαίο έργο τους από κάποια μοίρα. Διαβάζω Ρίτσο και νομίζω οτι δεν κόπιασε για να γράψει, οτι απλά έγραψε. Δεν ξέρω τι είναι αυτό. Και ναι, η ταραγμένη ζωή είναι κοινή σε πολλούς, είναι αυτή η μοίρα που κουβαλάνε που ζητάει πληρωμή.
Αυτό ακριβός πιστεύω και εγώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι μεγάλοι,ζωγράφοι,ποιητές,
εφευρέτες κ.λ.π.
απλά καταφέρνουν μέσα από μια αόρατη κλωστή,να γίνουν το μέσον θεϊκής έκφρασης.
Σε ένα αόρατο κόσμο που τα πάντα ήδη ενυπάρχουν και περιμένουν τους κατάλληλους να συνδεθούν μαζί του για να τα αντλήσουν.
Καλή βδομάδα