ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΚΑΛΛΟΥΣ
Φοβηθείτε
αν θέλετε να σας ξυπνηθεί το ένστικτο του Ωραίου
ή αν όχι τότε μια που ζούμε στον αιώνα της φωτογραφίας
ακινητήσετε το: αυτό που δίπλα μας
ολοένα μ’ απίθανες χειρονομίες δρα:
το Ασύλληπτο!
α) δύο χέρια ωραία γυναίκας (ή και αντρός) που να ‘χουν
εξοικειωθεί με τ’ αγριοπερίστερα
β) ένα σύρμα που οι αναμνήσεις του όλες να ‘ναι από ρεύμα
ηλεκτρικό και ανύποπτα πουλιά
γ) μία κραυγή που να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αιώνια
επικαιρότητα
δ) το παράλογο φαινόμενο της ανοιχτής θαλάσσης.
Θα ‘χετε καταλάβει βέβαια τί εννοώ.
Είμαστε το αρνητικό του ονείρου
γι’ αυτό φαινόμαστε μαύροι κι άσπροι
και ζούμε τη φθορά
πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα. Όμως
Das Reine Κυρίες και Κύριοι
kann sich nur darstellen im Unreinen
und versuchst dud as Edle zu geben
ohne Gemeines
so wird es als das Allerunnaturlichste
λέει Αυτός που εδέησε να διαβεί
τα Επάνω Μονοπάτια.
Και κάτι πρέπει να ήξερε.
Στο χωριό της γλώσσας μου
τη Λύπη τηνε λένε Λάμπουσα.
Και ο Αντιφωνητής:
Η ΝΕΡΟΣΤΑΓΟΝΑ
Καίνε τα χείλη μου και η λύπη λάμπει
σταγόνα καθαρού νερού πάνω απ’ τα βάραθρα
τα σκοτεινά γεμάτα χόρτα μόνο η ψυχή
αναμμένη σαν παλιά εκκλησία
δείχνει ότι θα πεθάνουμε άνοιξη…
Ντίγκ-ντίγκ το χαμομήλι: κουράστηκα να ελπίζω
ντίγκ-ντίγκ το μολοχάνθι: βαρέθηκα ν’ ανησυχώ
ντίγκ-ντίγκ: τέτοιος ανέκαθεν
ο άνθρωπος
και να μην το γνωρίζω!
Εκείνα τα πατήματα στα ξερά φύλλα
μουκανώντας το βόιδι του Καιρού
η πελασγική τοιχοποιία σ’ όλο το μάκρος της ζωής μου
πλάι-πλάι να την περπατώ
εωσότου η μαύρη θάλασσα φανεί
κι επάνω της ανάψουν σαν βεγγαλικά τα τρία μου άστρα!
Όλα μία σταγόνα
ομορφιάς τρεμάμενη στα τσίνορα
μία λύπη διάφανη σαν Άθως κρεμάμενος από τον ουρανό
με απέραντη ορατότητα
όπου τα πάντα γίνονται ξεγίνονται
γονατίζει ο Χάρος και ξανασηκώνεται πιο δυνατός
και πάλι πέφτει ανίσχυρος βυθίζεται στα βάραθρα.
Μόνη της η σταγόνα σθεναρή πάνω απ’ τα βάραθρα.
Από τη Μαρία Νεφέλη του Οδυσσέα Ελύτη