Ο
Κώστας Ουράνης (1890-1953), ποιητής και πεζογράφος, είναι ένας απ' τους πρώτους και τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της σχολής του νεορομαντισμού. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Νιάρχος ή, όπως το άλλαξε ο ίδιος, Νέαρχος. Γεννήθηκε το 1890 στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του Νικόλαος Νιάρχος καταγόταν από την Κουνουπιά της Κυνουρίας και η μητέρα του Αγγελική Γιαννούση από το Λεωνίδιο. Στο Λεωνίδιο έζησε τα παιδικά του χρόνια και τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο Ναυπλίου, κατόπιν πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου συνέχισε στη Ροβέρτειο Σχολή και στο ιδιωτικό Λύκειο Χατζηχρήστου από όπου και αποφοίτησε. Σε ηλικία 18 χρονών ήρθε στην Αθήνα όπου εργάστηκε για λίγο στην εφημερίδα "Ακρόπολη". Κατόπιν, έφυγε στο εξωτερικό για σπουδές τις οποίες παραμέλησε λόγω της μεγάλης αγάπης του στα ταξίδια.
Ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, αρρώστησε από φυματίωση και με συμβουλή των γιατρών παρέμεινε δύο χρόνια στο Νταβός της Ελβετίας. Εκεί γνώρισε την Πορτογαλλίδα Μανουέλα Σαντιάγκο και την παντρεύτηκε. Μετά από λίγα χρόνια χώρισε. Στη συνέχεια ξαναπαντρεύτηκε με τη συγγραφέα και κριτικό Ελένη Νεγρεπόντη (γνωστή και με το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος). Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος στη Λισσαβώνα και το 1924 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα εξασκώντας τη δημοσιογραφία σαν χρονογράφος, συντάκτης, ανταποκριτής ή έκτακτος απεσταλμένος. Υπήρξε διευθυντής της εφημερίδας "Ελεύθερος Λόγος" και τακτικός συνεργάτης στις εφημερίδες "Ελεύθερος Τύπος", "Ελεύθερον Βήμα" και ταυτόχρονα στον "Εθνικό Kύρηκα" της Αμερικής.
Σαν ανταποκριτής και δημοσιογράφος ταξίδεψε σ' όλο τον κόσμο και με αναφορά τα ταξίδια του έγραψε ταξιδιωτικά βιβλία. Παράλληλα αντιμετώπιζε προβλήματα με την μόνιμα κλονισμένη υγεία του. Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε μετά την κατοχή. Από τότε, χρειάστηκε να νοσηλευθεί κατά καιρούς στο σανατόριο Παπανικολάου, στα Μελίσσια Αττικής. Στο σανατόριο αυτό πέθανε στις 12 Ιουλίου 1953 από καρδιακή προσβολή.
Ο Ουράνης ασχολήθηκε με την ποίηση και με την ταξιδιωτική κυρίως πεζογραφία. Επίσης έγραψε διηγήματα, κριτικές μελέτες, μικρές πρόζες, και δοκίμια, με ξεχωριστή επίδοση σε θέματα των εικαστικών τεχνών. Τέλος ασχολήθηκε με τη μετάφραση ξένων έργων. Το πρώτο του ποίημα (εμπνευσμένο από την καταστροφή της Αγχιάλου) το έγραψε σε ηλικία 14 χρονών, όταν φοιτούσε στη Ροβέρτειο Σχολή. Πρωτοεδημοσίευσε ποιήματά του τον Δεκέμβριο του 1908 στο περιοδικό "Ελλάς". Στη συνέχεια συνεργάστηκε με το "Ημερολόγιον Ελλάδος" και με ένα μεγάλο αριθμό περιοδικών: "Δάφνη", "Ο Νουμάς", "Καλλιτέχνης", "Γράμματα" και "Νέα Ζωή" της Αλεξάνδρειας, "Νέοι", "Μούσα", "Παναθήναια", (Αμερικής), "Μπουκέτο", "Οικογένεια", "Ημερολόγιον του Μπουκέτου", "Κυριακή του Ελεύθέρου Βήματος", "Ελληνικά Γράμματα", "Πειθαρχία", "Νέα Εστία", "Σήμερα", "Νεοελληνικά Γράμματα", "Ορίζοντες", στη "Φιλολογική Πρωτοχρονιά". Επίσης έγραψε και στις εφημερίδες: "Ακρόπολις", "Νέα Ελλάς", "Ελεύθερος Τύπος", "Ελεύθερος Λόγος", "Δημοκρατία", "Ελεύθερον Βήμα", "Πρωία", "Αθηναϊκά Νέα", "Η Καθημερινή" κ.α.
Το έργο του Κ. Ουράνη αποτελείται κύρια από τις ποιητικές συλλογές "Σαν όνειρα" (1909), "Spleen" (1912) και "Νοσταλγίες" (1920), την κριτική μελέτη "Κάρολος Μπωντλαίρ" (Αλεξάνδρεια 1918), τα ταξιδιωτικά βιβλία "Sol y Sombra" (1934), "Σινά, το Θεοβάδιστον Όρος" (1944), "Γλαυκοί Δρόμοι" (1947), "Ταξίδια στην Ελλάδα" (1949) και τη μυθιστορηματική βιογραφία "Αχιλλεύς Παράσχος".
Θα μπορούσαμε να πούμε ο τελευταίος ρομαντικός των γραμμάτων μας, γράφει ο Μιχαήλ Περάνθης. Γλιστρώντας πάνω απ’τα κύματα της λύπης, που ήταν ολόκληρη ψυχική, αντιπαρέρχονταν την καθημερινότητα, ξέφυγε την πεζολογία των πρακτικών ημερών και μετατοπίζονταν σε μία περιοχή καμωμένη από το δικό του κλίμα, όπου η νοσταλγία του έβρισκε τροφή και η θλίψη του διέξοδο. Αν διέφερε σε κάτι από τους ρομαντικούς, ήταν πως οι μετατοπίσεις, η φυγή του, ο αποδημητισμός του, δεν πραγματεύονταν μόνο στη φαντασία. Τα ζούσε, το ταξίδι και την αλλαγή. Η φυγή γίνονταν πραγματοποιημένο τραγούδι, μια ζώσα μεταρσίωση ανάμεσα στην ονειροπόληση που προηγείτο και στη νοσταλγία που ακολουθούσε.πηγή
O
Ρομαντισμός αποτελεί καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στη Δυτική Ευρώπη. Αναπτύχθηκε αρχικά στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία, για να εξαπλωθεί αργότερα κυρίως στη Γαλλία και την Ισπανία. Καταρχήν αποτέλεσε λογοτεχνικό ρεύμα, ωστόσο επεκτάθηκε τόσο στις εικαστικές τέχνες όσο και στη μουσική.
Ακολούθησε ιστορικά την περίοδο του διαφωτισμού και αντιτάχθηκε στην αριστροκρατία της εποχής. Συνδέθηκε μάλιστα ισχυρά, με τις ιδέες του Ζαν Ζακ Ρουσσώ. Κύριο χαρακτηριστικό του ρομαντισμού αποτελεί η έμφαση στην πρόκληση ισχυρής συγκίνησης μέσω της τέχνης καθώς και η μεγαλύτερη ελευθερία στη φόρμα, σε σχέση με τις περισσότερο κλασικές αντιλήψεις. Στον ρομαντισμό, κυρίαρχο στοιχείο είναι το συναίσθημα αντί της λογικής.
Με τον όρο
ρομαντισμός στη λογοτεχνία εννοείται το λογοτεχνικό κίνημα που, με επίκεντρο τη Γερμανία, την Αγγλία και τη Γαλλία εξαπλώθηκε στην Ευρώπη το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα. Το θεμέλιο όμως της επίδρασης του ρομαντισμού στη λογοτεχνία διαμορφώθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Η γενικευμένη κρίση οι ταχείς ρυθμοί αστικοποίησης και εκβιομηχάνισης των ευρωπαϊκών χωρών, μετά τη διάσπαση της φεουδαρχικής κοινωνίας, είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά ραγδαίων εξελίξεων σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο. Οι έντονες οικονομικές ανακατατάξεις οδήγησαν σε σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Το γεγονός αυτό είχε ως επακόλουθο την έκρηξη και εξάπλωση διαφόρων επαναστατικών κινημάτων με κοινωνικά αιτήματα, με αποκορύφωμα τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, γεγονός που οδήγησε στη διατύπωση νέων θεωριών. Οι νέες θεωρίες φέρνουν στο προσκήνιο το άτομο και και την ιδεαλιστική προσέγγιση του κόσμου ως αντίδραση στον ορθολογισμό και τις «απόλυτες» αλήθειες του Διαφωτισμού. Η εμμονή του Eμμάνουελ Καντ στην κυριαρχία της ελεύθερης βούλησης, η θεωρία της γνώσης του Φίχτε, η εισαγωγή της έννοιας του εξπρεσιονισμού από τον Χέρντερ και της ιδέας του ανήκειν, φαίνεται πως απέδωσαν καρπούς στον 19ο αιώνα.
Κοινά χαρακτηριστικάΠαρόλο που παραμένει δύσκολος έως αδύνατος ο σαφής ορισμός του Ρομαντισμού ωστόσο διακρίνονται ορισμένα βασικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά και θέματα, τα οποία έγιναν κοινός τόπος στους πρωταγωνιστές αυτού του λογοτεχνικού κινήματος.
Το 1817 ο Κόουλριτζ όρισε την ποίηση ως προϊόν «εκείνης της συνθετικής και μαγικής δύναμης, στην οποία έχουμε αποκλειστικά επιφυλάξει το όνομα της φαντασίας», παρέχοντας το στίγμα της λογοτεχνικής παραγωγής στα συμφραζόμενα του ρομαντικού κινήματος. Οι ρομαντικοί συγγραφείς αντιτάχθηκαν στο κλασικό ιδεώδες της τέλειας ορθολογικής μίμησης της πραγματικότητας, αντιπροτείνοντας ως απόλυτο ιδανικό την έκφραση των εσωτερικών συναισθημάτων μέσω της ευαισθησίας, της ατομικής προοπτικής του κόσμου και της δημιουργικής φαντασίας. Ο άνθρωπος στο ρομαντικό ιδεώδες είναι ένα διονυσιακό, ανήσυχο πλάσμα που επαναστατεί ενάντια στον κόσμο και την κοινωνία και βρίσκεται σε μια συνεχή ψυχική ανισορροπία». Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, ο ρομαντικός λυρισμός αναδεικνύει ήρωες ανήσυχους και μελαγχολικούς, πλημμυρισμένους από το αίσθημα της απελπισίας, από το αίσθημα του μοιραίου και του ανολοκλήρωτου, που πολλές φορές μετατρέπεται σε θανατολαγνεία.
Σε αντιστοιχία, οι ρομαντικοί ποιητές –των οποίων οι ήρωες λειτουργούν ως alter ego– εκτιμούν την ακεραιότητα, την ειλικρίνεια και την αφοσίωση σε κάποιο ιδεώδες για το οποίο αξίζει κανείς να θυσιάσει τα πάντα, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό. Η τέχνη και η ζωή για τον ρομαντικό συγγραφέα είναι έννοιες αδιαχώριστες. Έτσι, στα πλαίσια του ρομαντικού κινήματος, ο αυθορμητισμός και η αυθεντικότητα της ατομικής εσωτερικής αλήθειας συνιστούν τα αποκλειστικά κριτήρια για την εκτίμηση κάθε έργου τέχνης, το οποίο, με τον μοναδικό του χαρακτήρα, οφείλει να εκφράζει το προσωπικό βίωμα του δημιουργού του.
Κοινό χαρακτηριστικό των ρομαντικών συγγραφέων είναι επίσης η νοσταλγία ενός ανεπιτήδευτου παρελθόντος, που αφενός οδηγεί στο ενδιαφέρον για την παραδοσιακή αγροτική κοινωνία, για την ιδιαίτερη ιστορία κάθε λαού και για τον μεσαίωνα, αφετέρου παράγει ένα διαφορετικό ιδεώδες που απέχει τόσον μακράν της πραγματικότητας, όσο και εκείνο του κλασικισμού. Οι συγγραφείς του ρομαντικού κινήματος αντλούν συχνά αντλούν τα θέματά τους από τις λαϊκές παραδόσεις, την εθνική ιστορία και τους μεσαιωνικούς θρύλους. Συχνότερα δε, ενδιαφέρονται για εκείνες τις δοξασίες που περιέχουν υπερφυσικά στοιχεία, καθότι αυτά συμφωνούν με «τη ρομαντική αντίληψη της ενορατικής δύναμης της καλλιτεχνικής φαντασίας, με την οποία ο ποιητής εκφράζει την 'υπερβατική αλήθεια', πέρα από την επιφανειακή πραγματικότητα του κόσμου».
Βικιπαίδεια
Ο Charles Baudelaire για τον Ρομαντισμό:
"Ο ρομαντισμός δεν βρίσκεται ούτε στην επιλογή του θέματος ούτε στην ακριβή αλήθεια, αλλά περισσότερο σε έναν τρόπο να αισθάνεσαι τον κόσμο."
ΕΡΩΤΙΚΑ IV
Δεν είμαι εγώ που τη ζωή σου
ήρθα σαν ήλιος να φωτίσω:
το φώς στα μάτια μου που λάμπει
δικό σου-και σ'το στέλνω πίσω!
Του μαγικού του κόσμου
αν έχω ανοίξει διάπλατη τη θήρα,
το μυστικό χρυσό κλειδί της
από το χέρι σου το πήρα.
Κι αν απ'τα βάθη ενός ληθάργου βγήκα,
σ'εσένα το χρωστάω,
σ'εσένα τους χυμούς που νοιώθω,
τη νέα γλώσσα που μιλάω!
*
Ερωτικό
Δεν μπορώ να ξέρω, δεν μπορώ να πω
αν θα σ'αγαπώ
ίσαμε να φτάσω στη στερνή την ώρα
όπως, κι όσο, τώρα'
Ούτ' ο ερωτάς μου που σα ρόδο ανθεί,
αν θα μαραθεί
πάλι σαν το ρόδο που το καίει το θέρο,
δεν μπορώ να ξέρω.
Ο,τι ξέρω είναι πως, απ' την ημέρα
που 'γινες δική μου
άνοιξαν κλεισμένες πύλες -και το θαύμα
μπήκε στη ζωή μου
Ολα αλλάξαν όψη απ' το φως που εντός μου
σκορπισε η χαρά,
σαν στα βαλτοτόπια που τα πλυμμυρίζουν
ζωντανά νερά.
Εχω πια ξεχάσει όσα νοσταλγούσα
κι ό,τι είχα ποθήσει:
Τώρα με φτερώνει μια καινούρια νιότη
που δεν είχα ζήσει.
Τη ζωή τη βλέπω σάμπως μεσ' από να
μαγικό γυαλί
κι απ' ό,τι ζητούσα μού δωσ' η αγάπη
τόσο πιο πολύ,
πού να λέω αν όπως ήρθε μιαν ημέρα
φύγει πάλι πίσω
κι απομείνω μόνος, κι όπως ήμουν πρώτα,
-κάλλιο να μην ζήσω.
*
Ταξίδι στα Κύθηρα
Τ' ωραίο καράβι έτοιμο στο χαρωπό λιμάνι,
γιορταστικά με γιασεμιά και ρόδα στολισμένο,
με τις παντιέρες του αλαφριές στην ανοιξιάτικη αύρα
και τ' Όνειρό μας στο χρυσό πηδάλιο καθισμένο,
μας πήρε για τα Κύθηρα, τα θρυλικά, όπου μέσα
σε δέντρα και λούλουδα και γάργαρα νερά
υψώνεται ο μαρμάρινος ναός για τη λατρεία
της Αφροδίτης-του έρωτα τη θριαμβική θεά.
Μα το ταξίδι ήταν μακρύ κ' η χειμωνιά μας βρήκε!...
Οι φανταχτερές κι ανάλαφρες παντιέρες μουσκευτήκαν,
τα χρώματα ξεβάψανε και τ' άνθη εμαραθήκαν
και, κάπου από τους άξενους τους ουρανούς, το πλοίο
απόμεινε ακυβέρνητο στο κύμα τ' αφρισμένο
με το φτωχό μας Όνειρο στην πρύμνη πεθαμένο.
*
Αν νοσταλγώ
Αν νοσταλγώ δεν είναι εσάς, αγάπες περασμένες,
και τις στιγμές τις ευτυχείς μαζί σας που έχω ζήσει!
- Τα ρόδα σας τα μάρανα στα χέρια μου και τώρα
μέσα στης Μνήμης το παλιό βιβλίο τα 'χω κλείσει.
Μα είναι κάποιες άγνωστες, περαστικές γυναίκες,
που μια στιγμή σταυρώσανε το βλέμμα τους μαζί μου!
- Τέτοιες, που μείναν ο γλυκύς κι ανέφικτός μου πόθος,
ενώ ποιος ξέρει! θ' άλλαζαν για πάντα τη ζωή μου!
Αν νοσταλγώ δεν είναι εσάς, πόλεις όπου έχω ζήσει,
πόλεις που σας εγνώρισα και που σας έχω αφήσει,
μα κείνες, ταξιδεύοντας, που αντίκρισα ένα βράδυ
κι είδα μακριά τα φώτα τους τα άπειρα να χορεύουν
(που ήταν σα να με φώναζαν, που ήταν σα να μου γνεύουν!)
και που το πλοίο προσπέρασε, πλέοντας στο σκοτάδι.
*
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι
Μουσική: Διάφανα Κρίνα
Στίχοι: Ποίηση Κώστα Ουράνη
*
Vita nuova
Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι όπως ένα δέντρο,
όπου θροΐζει ανάλαφρα σε πρωινό του Απρίλη
μεσ' σ' έναν κάμπο ειρηνικό, γεμάτον φως γαλάζιο
και παπαρούνες κόκκινες και άσπρο χαμομήλι.
Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι σαν ένα ρόδο,
που άνθισε κατάμονο μέσα σε πράο χειμώνα
σ' ένα πεζούλι φτωχικό κ' ηλιόφωτο, που να 'χει
ασβεστωμένο τοίχωμα να του κρατάει το χώμα.
Θεέ μου! άσε με να ζω σαν ένα από τα μύρια,
τ' ανώφελα τα έντομα που από το φως μεθάνε
και τη ζωή τους στους ανθούς ανάμεσα περνάνε,
μακριά απ' τον κόσμο μοναχό, σ' ένα λευκό σπιτάκι:
και να 'χω μέσα στην ψυχή μου των γέρων την ειρήνη
και στην καρδιά μου των φτωχών την ένθεη καλοσύνη