Αυτο ειναι στο βαθος η ποιηση,
η τεχνη να οδηγεισαι και να φτανεις προς αυτο που σε υπερβαινει.
να γινεσαι ανεμος για τον χαρταετο και χαρταετος
για τον ανεμο, ακομα κι οταν ουρανος δεν υπαρχει.
Δεν παιζω με τα λογια.
Μιλω για την κινηση που ανακαλυπτει κανεις να σημειωνεται μεσα στη 'στιγμη'
οταν καταφερνει να την ανοιξει και να της δωσει διαρκεια. Οδ.Ελυτης
Στο video που ακολουθεί δεν θα απολαύσεις το πρωτότυπο αλλά μια πολύ καλή διασκευή στην ιταλική γλώσσα, από τον Μάριο Φραγκούλη.
Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό γιατί το video είναι πολύ όμορφο και ατμοσφαιρικό και, όπως θα δεις στο τέλος, δεν σου στερεί τον ήχο με τον οποίο έχεις συνδέσει το κομμάτι.
Notte Di Lucce (an italian version of Nights In White Satin)
Performed by Mario Frangoulis and Justin Hayward
Music & Lyrics: Justin Hayward (Moody Blues)
...Αν οι μέρες μου αυτές, οι γιορτινές, ήταν ταινία
Οι μέρες αυτές, που η ανάγκη μου να σε κρατήσω μέσα μου
Είναι όμοια με την ανάγκη κάθε ανθρώπου
Να κρατήσει στην καρδιά του την πίστη και την ελπίδα
Αν ότι νιώσαμε, ότι ζήσαμε ήταν ταινία
Αν η ιστορία μας, που την βιώνουμε σαν να είναι ταινία,
Τελικά καταγραφόταν σε μια μπομπίνα φιλμ,
Θα ήταν από αυτές τις αργές και ατμοσφαιρικές
Με τις λήψεις στην ομίχλη
που απλώνεται πάνω από πολιτείες ερημικές
και τις άλλες στους ατέλειωτους αγρούς
που τους λούζουν αχτίδες άπλετου φωτός
και εκείνες τις μουσικές που γαληνεύουν την ψυχή
για να της καταλύσουν κάθε άμυνα
και να διεισδύσουν στα πιο βαθιά σκοτάδια της
με μελωδίες θεïκές…
Θα ήταν ταινία από αυτές
Με τους μικρούς διαλόγους
Και όλα εκείνα τα ανείπωτα
Από αυτές που ποτέ δεν μπορείς να πεις ποιο είναι το τέλος
Και τι απέγιναν οι πρωταγωνιστές.
Αν η ιστορία μας ήταν ταινία
Θα είχε μόνο όμορφες σκηνές
Από εκείνη την ομορφιά που κρύβεται πάντα στην αλήθεια
Αν η ιστορία μας ήταν ταινία…
Εύχομαι σε όλους σας Αγάπη... στις καρδιές σας... στις ζωές σας.
Το μέλλον είναι ο θεριστής σε μια πλαγιά με στάχυ Είναι το βλέμμα που μετρά πόσο σιτάρι θα 'χει Το μέλλον είναι αστραπή, τυφώνας που σαρώνει κόπους ολόκληρης ζωής τους κάνει να 'ναι σκόνη Το μέλλον είναι η παγωνιά που νιώθω το χειμώνα Ένα κοστούμι που φοράς να βγάλεις τον αιώνα Το μέλλον είναι το μετά, που τρέχω για να φτάσω το καλοκαίρι που θα 'ρθει κι εγώ που θα ξεχάσω...
Το μέλλον είναι μια βροχή που κάποτε τελειώνει Μετά θα γίνει συννεφιά και θα ξανάρθει χιόνι Το μέλλον είναι ουρανός την ώρα που βραδιάζει Ο ήλιος που θα γεννηθεί, σαν έρθει να χαράζει Το μέλλον είναι η παγωνιά που νιώθω το χειμώνα Ένα κοστούμι που φοράς να βγάλεις τον αιώνα Το μέλλον είναι το μετά, που τρέχω για να φτάσω το καλοκαίρι που θα 'ρθει κι εγώ που θα ξεχάσω...
Έ ε έρχονται! Τα Χριστούγεννα, λέω, έρχονται. Δεν το έχεις καταλάβει ε; Και εμένα, μη νομίζεις, μου το είπανε… και έμεινα να τους κοιτάζω… «Τι μου λες!»
Το παλεύω πάντως. Στόλισα και το σπίτι, μόλις χθες. Τίποτα από τα περσινά δεν χρησιμοποίησα. Πήρα λαμπάκια και κεριά, καθόλου στολίδια, ούτε δέντρο, ούτε μπάλες, ούτε γιρλάντες… δεν τη νιώθω τη γιορτή που έρχεται. Μόνο το φως της ήθελα, να με ζεστάνει. Και όλα να είναι καινούρια, διαφορετικά, αφού τίποτα δεν θυμίζει την περσινή χρονιά, η σύγκριση θα ήταν αναπόφευκτη και θα πονούσε. Είπα λοιπόν να κάνω αυτό που νιώθω.
Μπορεί να μην με καταλαβαίνεις, δεν ξέρω. Όμως εγώ το βλέπω στα βλέμματα των ανθρώπων που έρχομαι σε επαφή. Δεν περιμένουν καμία γιορτή. Όχι, στα βλέμματά τους δεν υπάρχει καμία προσμονή, ούτε ελπίδα. Μόνο αγώνας και αγωνία, για το σήμερα, το τώρα, και για την αμέσως επόμενη μέρα, το πολύ.
Θυμάμαι πως πέρυσι τέτοιες μέρες, άνθρωποι που ξέρω, είχαν στα μάτια τον πυρετό της προετοιμασίας, στα χείλη τους χαμόγελο, έτρεχαν από μαγαζί σε μαγαζί, διάλεγαν δώρα, κανόνιζαν εξόδους, ταξίδια… Κανείς δεν θα φύγει φέτος, όλοι εδώ, όλοι μαζί. Ή σχεδόν όλοι… Και όχι, δεν είναι η μελαγχολία των ημερών, δεν είναι το κάθε πέρσι και καλύτερα, όχι. Δεν ξέρω τι είναι. Απλά δεν βλέπω πουθενά γνήσια χαρά. Ούτε καν στα παιδιά!
Τι να πω; Θα το μετανιώσω αυτό το ποστ αν το συνεχίσω, θα βγει απαισιόδοξο (ακόμα πιο πολύ) και κανείς δεν το χρειάζεται αυτό το συναίσθημα, είναι ένα συναίσθημα που απλά δεν σε πάει πουθενά. Ας το θάψουμε λοιπόν και ας προσπαθήσουμε να βιώσουμε το νόημα της γιορτής.
Αφού μας προέκυψε αυτή η εσωστρέφεια, τι να κάνουμε; ας προσπαθήσουμε να την εκμεταλευτούμε τουλάχιστον για καλό, να πλησιάσουμε περισσότερο όσους έχουμε κοντά μας, δίπλα μας, την οικογένεια, τους φίλους, τους γνωστούς, όπως δεν το έχουμε ξανακάνει, και ας βάλουμε ακόμα ένα λιθαράκι στις σχέσεις μας. Και ακόμα, ας στραφούμε στον εαυτό μας και ας τον ακούσουμε, μπορεί να βρούμε σε αυτόν τη δύναμη που χρειαζόμαστε. Σαν δασκαλίστικη παραίνεση ακούγεται τώρα αυτό, συγνώμη... βασικά, στον εαυτό μου τα λέω, εγώ δηλαδή αυτό λέω να κάνω, δεν ξέρω για σένα, ο καθένας όπως μπορεί... αλλά αυτό δεν είναι σε γενικές γραμμές το νόημα; Να πάρουμε και να δώσουμε αγάπη. Και να κρατηθούμε δυνατοί. Αυτό θα ευχηθώ για όλους μας... και θα έρθουν και τα χαμόγελα... τρεις μέρες ως την Παραμονή! Ή μήπως είναι δύο;
Συγνώμη που σου γκρίνιαξα... Είναι και αυτό το τραγούδι... Ξέρεις γιατί το ανέβασα, να το ακούσεις; Δεν είναι που μου φάνηκε ταιριαστό... Είναι που δεν θέλω να ξεχάσω. Αυτό είναι που με τρώει μέρες τώρα, γενικά μιλώντας, και όχι μόσο σε ότι έχει να κάνει με τα πρόσφατα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα.
... και εγώ που θα ξεχάσω... Είναι αυτός ο στίχος.
Δεν θέλω να ξεχάσω. Δεν θέλω να θυμάμαι.
Μα είναι τόσο κοντά αυτά τα δυο... Γιατί είναι τόσο κοντά αυτά τα δυο; Και όσο εμείς απομακρυνόμαστε, τόσο αυτά έρχονται πιο κοντά...
Δεν μπορούν να γίνουν ένα. Δεν γίνεται. Δεν μπορεί. Πες μου πως αποκλείεται να γίνουν ένα. Δεν θέλω να ξεχάσω.
Η σταγόνα ξεχείλισε το ποτήρι, η οργή ξεχειλίζει στις καρδιές. Γνήσια οργή ξεχειλίζει σε αγνές καρδιές. Παιδιά που νιώθουν χαμένα, απροστάτευτα, μια γενιά με όνειρα λεηλατημένα, μια γενιά χωρίς ελπίδες και στηρίγματα, οργίζετε και ξεσπά. Τα παιδιά αυτά δεν έχουν μέλλον, τους το έχουμε στερήσει, τους έχουμε στερήσει το δικαίωμα να κάνουν όνειρα, να έχουν ιδανικά, να λαμβάνουν αληθινή παιδεία, να ζουν σε κοινωνία δικαίου, να συμμετέχουν σε δημοκρατία. Τίποτα δεν τους αφήσαμε. Τα λεηλατήσαμε όλα. Και μιλάμε σήμερα για λεηλασίες σε καταστήματα και αυτοκίνητα! Δεν δικαιούμαστε!
Τίποτα δεν τους αφήσαμε. Δεν υπάρχει ένα φως να οδηγεί σε μία διέξοδο. Δεν υπάρχει μία σανίδα που να μοιάζει γερή, να πιαστούν. Δεν υπάρχει ένας πολιτικός καθαρός να εμπνευστούν. Δεν υπάρχει μία ιδεολογία αλώβητη να πιστέψουν. Με ποιες αξίες και ποια ιδανικά θα πορευτούν; Σε μια κοινωνία που αδυνατεί να τα μορφώσει ως όφειλε, σε μια κοινωνία που αδυνατεί να τα απασχολήσει ως επίσης όφειλε, μια κοινωνία που τους προτείνει ως στόχο ζωής μια σταθερή αμοιβή 700 ή στην καλύτερη εκδοχή 1000 ευρώ, για να επιβιώσουν, απλώς. Μια κοινωνία που μέρα με τη μέρα κατατρώει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την πίστη όλων μας στο αύριο, μια κοινωνία στην οποία κυριαρχούν τα σκάνδαλα, η υποκρισία και η διαφθορά, δεν μπορεί, δεν δικαιούται να αντιδράει όταν εισπράττει αναμενόμενη, δικαιολογημένη οργή.
Λέω κοινωνία και όχι πολιτεία. Πολιτεία δεν υπάρχει, εκτός και αν δεν την βλέπω μόνο εγώ. Λέω κοινωνία και όχι πολιτεία. Γιατί μερίδιο ευθύνης έχει ο κάθε ένας μας ξεχωριστά. Κάθε πολίτης έχει ευθύνη σε μια Δημοκρατία. Αν έχει νόημα να επιμένουμε να μιλάμε για Δημοκρατία πια. Που είναι η πολιτεία; Πρωτίστως η κυβέρνηση φυσικά, μα η πολιτεία γενικά. Που είναι οι υπεύθυνοι για το οτιδήποτε σε αυτή τη χώρα; Πότε θα παραιτηθεί ένας υπουργός; Όχι για λόγους ευθιξίας μα αναλαμβάνοντας την ευθύνη για μια φορά. Τι τερτίπια είναι αυτά; Υπέβαλα, λέει, την παραίτηση μου και ο πρωθυπουργός δεν την έκανε δεκτή. Γιατί πρέπει να μου προκαλούν γέλια τη στιγμή που αρμόζουν μόνο δάκρυα; Θεωρούν πως όλα έγιναν σωστά! Θράσος. Ανικανότητα. Παράλυση. Ακυβερνησία. Ηλιθιότητα. Ανηθικότητα. Δειλία. Κι όμως αυτοί αξίζουμε να μας κυβερνούν.
Μια κοινωνία που δεν φτάνει που στερεί καθημερινά ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα, κάθε έννοια ισονομίας και δικαίου, τώρα σημαδεύει και στερεί το ιερότερο των δικαιωμάτων, την ζωή. Σηκώνει η κοινωνία το όπλο και εκτελεί εν ψυχρώ ένα 15χρονο παιδί. Γιατί; Επειδή βρέθηκε στις 9 το βράδυ στο κέντρο της πρωτεύουσας; Δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί; Τι είναι εκεί; Ποιος τα πρωτοευφηύρε τέτοιου είδους ‘άβατα’, ποιον εξυπηρετούν και ποιος τα διατηρεί; Επειδή τόλμησε να αντιμιλήσει (αν το έκανε, λένε πως δεν το έκανε, αλλά κατά τη γνώμη μου έχει πολύ μικρή σημασία) στο ‘όργανο της τάξης’; Στον κάθε απαίδευτο, φανατικό που γίνεται αστυνομικός για να κρύβεται πίσω από μια στολή; Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως αποδεικνύεται, σε έναν άνθρωπο εντελώς ακατάλληλο να φέρει όπλο, έναν άνθρωπο που έχει στο παρελθόν εκδηλώσει στοιχεία τραμπουκισμού, φανατικής νοοτροπίας, για να το πω πιο κομψά. Έναν δημόσιο υπάλληλο που θα έπρεπε να έχει απομονωθεί, μια περίπτωση που θα έπρεπε να έχει διαγνωστεί, μια δολοφονία που θα έπρεπε να έχει αποφευχθεί. Μέτρα ευθύνες τώρα εσύ… Φυσικά δεν υπάρχουν ελαφρυντικά για τον άνθρωπο αυτό. Μακάρι να αποδοθεί δικαιοσύνη και να αποδοθεί άμεσα και ας γίνει για τα μάτια του κόσμου. Γιατί πότε τηρήθηκε το γράμμα του νόμου για τους υποτίθεται προασπιστές του; Αστεία πράγματα!
Μια κοινωνία ολόκληρη σηκώνει το όπλο και εκτελεί εν ψυχρώ ένα 15χρονο παιδί. Έτσι απλά. Χωρίς αιτία. Στο πρόσωπο του αστυνομικού, η κοινωνία, το καθεστώς και ό,τι αυτό σημαίνει. Στις βιτρίνες και στα αυτοκίνητα, τα ψέματα και η υποκρισία, η ίδια αυτή κοινωνία. Στα καδρόνια και τις πέτρες η οργή και το μίσος. Στις λέξεις και τις κραυγές, η οργή και η αγανάκτηση. Κοινή η οργή. Στο πρόσωπο του Αλέξη, ο κάθε ένας βλέπει τον εαυτό του… ένας από αυτούς. Απλά ένας μαθητής. Δεν χρειάστηκε να κρατάει πέτρα, μολότοφ, τίποτα… Δεν χρειάστηκε να φοράει κουκούλα για να εκτελεστεί. Ίσως μάλιστα τότε να ήταν καλύτερα, μπορεί να έχει κάτι μαγικό η κουκούλα που να τον έκανε αόρατο… Βαθιά στις ψυχές φόβος και ανασφάλεια. Τι άλλο να περιμένεις; Τι άλλο να περιμένουν;
Πώς να αντιδράσει ένα παιδί; Θυμάσαι τον εαυτό σου όταν ήσουνα παιδί; Εμείς, στην εποχή μου, σεβόμασταν και δεν τολμούσαμε να βγάλουμε γλώσσα, θα πεις. Εσένα, στην εποχή σου, ίσως να σε σέβονταν περισσότερο. Εσύ, στην εποχή σου, αγανακτούσες επίσης στο άδικο. Θυμάσαι; Ήταν τότε που δεν είχες ακόμα συμβιβαστεί. Δεν θυμάσαι ε; Είσαι χαμένη υπόθεση λοιπόν… Όμως αυτά τα παιδιά είναι το αύριο και δεν κατέθεσαν τα όπλα ακόμα. Αυτά τα παιδιά αντιδρούν. Στήριξέ τα και προστάτευσέ τα… από σένα τον ίδιο. Μπορείς; Αν δεν μπορείς, έχεις αποκτηνωθεί τελείως, δεν είσαι πια άνθρωπος κανονικός, πρέπει να στο πω. Είναι ελάχιστη υποχρέωσή σου να τα στηρίξεις. Είναι υποχρέωσή τους να αντιδρούν. Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω. Σήμερα, αύριο… θα δεις.
Δεν είμαι ήρωας, μ' ακούτε; Μην κάνετε πως δεν το βλέπετε. Είχα όνειρα ως χτές. Δεν πρόλαβα να δω το μέλλον που μου φτιάξατε Αν είχα προλάβει μπορεί να σας είχα μισήσει Όμως είχα ακόμα όνειρα, κανέναν δεν μισώ. Δεν είμαι ήρωας, μ' ακούτε; Είμαι παιδί Και εσείς πατάτε πάνω μου. Δεν αντέχω το βάρος σας, πονώ. Δεν είμαι ήρωας, μ' ακούτε; Αν ψάχνετε ήρωες, να γίνετε Εσείς οι μεγάλοι Θέλετε ήρωες; Εμπρός! Δεν είμαι ήρωας, μ' ακούτε; Είμαι παιδί Παιδί είμαι... ήμουν Ήμουν παιδί.
Δεν με ρωτήσατε ποτέ τι αγαπώ Δεν ακούσατε ποτέ τι είχα να πω Τι ζητάτε τώρα εδώ; Αφήστε με. Οι ενοχές σας κάνουν θόρυβο φρικτό Ταράζουν τον ύπνο μου.
IF you can keep your head when all about you Are losing theirs and blaming it on you, If you can trust yourself when all men doubt you, But make allowance for their doubting too; If you can wait and not be tired by waiting, Or being lied about, don't deal in lies, Or being hated, don't give way to hating, And yet don't look too good, nor talk too wise:
If you can dream - and not make dreams your master; If you can think - and not make thoughts your aim; If you can meet with Triumph and Disaster And treat those two impostors just the same; If you can bear to hear the truth you've spoken Twisted by knaves to make a trap for fools, Or watch the things you gave your life to, broken, And stoop and build 'em up with worn-out tools:
If you can make one heap of all your winnings And risk it on one turn of pitch-and-toss, And lose, and start again at your beginnings And never breathe a word about your loss; If you can force your heart and nerve and sinew To serve your turn long after they are gone, And so hold on when there is nothing in you Except the Will which says to them: 'Hold on!'
If you can talk with crowds and keep your virtue, ' Or walk with Kings - nor lose the common touch, if neither foes nor loving friends can hurt you, If all men count with you, but none too much; If you can fill the unforgiving minute With sixty seconds' worth of distance run, Yours is the Earth and everything that's in it, And - which is more - you'll be a Man, my son!
Rudyard Kipling (1865-1936)
Αξίζει να το διαβάσεις στα Αγγλικά. Αλλά πιο πολύ αξίζει να το διαβάσεις, για αυτό θα τολμήσω μια μετάφραση, όσο πιο απλά και πιστά μπορώ. Με μια αναζήτηση εξάλλου θα βρεις πάρα πολλές μεταφράσεις/αποδόσεις αυτού του ποιήματος. Εγώ πάντως δεν εγγυώμαι για την πιστότητα και την ποιότητα, ούτε της δικής μου ούτε και των άλλων.
Αν
Αν μπορείς να κρατάς την ψυχραιμία σου όταν όλοι γύρω σου
χάνουν την δική τους και ρίχνουν το φταίξιμο σε σένα
Αν μπορείς να πιστεύεις στον εαυτό σου όταν όλοι σε αμφισβητούν
Μα δείχνεις ανοχή και στην αμφιβολία τους ακόμα
Αν μπορείς να περιμένεις και να μην σε κουράζει η αναμονή
Και όταν σε εξαπατούν να μην άγεσαι από τα ψέματα
Και όταν σε μισούν, να μην σε αγγίζει το μίσος
Και ωστόσο να μην το παίζεις υπερβολικά καλός ούτε πως τα ξέρεις όλα
Αν μπορείς να ονειρεύεσαι και να μην γίνονται τα όνειρα αφέντες σου
Αν μπορείς να σκέφτεσαι και να μην γίνονται οι σκέψεις ο σκοπός σου
Αν μπορεις να έρχεσαι αντιμέτωπος με τον θρίαμβο κι την καταστροφή
Και να συμπεριφέρεσαι το ίδιο στους δύο αυτούς απατεώνες
Αν αντέχεις να ακούσεις τις αλήθειες σου
Να διστρεβλώνονται από άτιμους για να γίνουν παγίδα για ανόητους
Και να δεις όλα για όσα έδωσες και την ζωή σου ακόμα, κατεστραμμένα,
Και σκύψεις και τα ξαναφτιάξεις με εργαλεία παλαιωμένα
Αν μπορείς να συγκεντρώσεις όλα σου τα υπάρχοντα
Και να τα παίξεις σε μια ριξιά κορώνα γράμματα,
Και χάσεις, και ξεκινήσεις πάλι από την αρχή,
Και ποτέ δεν αρθρώσεις λέξη για όσα έχασες
Αν μπορείς να κάνεις την καρδιά, τα νεύρα, το θάρρος σου
Να σε υπηρετούν ακόμα και πολύ αφότου έχουν φύγει
Και να κρατάνε γερά ακόμα και όταν δεν υπάρχει τίποτα μέσα σου
Εκτός από την θέληση σου που τους λέει: ‘Κρατηθείτε!’
Αν μπορείς να μιλάς με τα πλήθη και να διατηρείς την αρετή σου
Να περπατάς με βασιλιάδες χωρίς να χάνεις την ταπεινότητά σου
Αν ούτε εχθροί ούτε φίλοι αγαπημένοι μπορούν να σε πληγώσουν
Αν υπολογίζεις όλους τους ανθρώπους αλλά κανέναν υπερβολικά
Αν μπορείς να γεμίζεις τον αμείλικτο χρόνο
Δίνοντας αξία σε κάθε στιγμή που περνά
Είναι δική σου η Γη και ό,τι αυτό σημαίνει
Και – το πιο σπουδαίο – θα λέγεσαι Άνθρωπος, παιδί μου!
Πάρε με νύχτα, πάρε με στων αστεριών το άρμα να σεργιανίσω μια ψυχή που τυραννάω καιρό
Στον κόσμο αυτό παιδεύτηκα γιατί ήρθα μ' ένα κάρμα το παραπέρα απ' τη ζωή να μάθω ν' αγαπώ
Ατομική μου ενέργεια κι ανάσα μου στα χείλη την πρώτη ουσία, την αρχή, σηκώστε με να δω
Όχι από περιέργεια, μα δε χωράω στην ύλη κι ετούτη η ψεύτρα η εποχή την έχει για θεό
Δίνε μου, κόσμε, δίνε μου το πιο θλιμμένο όπα να στο γυρίσω μια στροφή με σώμα ευγενικό
Κι αν είναι από το είναι μου κι απ΄ την καρδιά που το 'πα να γίνει η αγάπη προσευχή και στάχτη το κακό
Ατομική μου ενέργεια κι ανάσα μου στα χείλη την πρώτη ουσία, την αρχή, σηκώστε με να δω
Όχι από περιέργεια, μα δε χωράω στην ύλη κι ετούτη η ψεύτρα η εποχή την έχει για θεό
Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Ερμηνεία: Δήμητρα Γαλάνη
Λοιπόν, τώρα που βλέπω και το avatar, σκέφτομαι ότι και το ψευδώνυμό μου σήμερα έχει γενέθλια, διότι το κουβαλώ από την ημέρα που γεννήθηκα. Ένας θείος μου με είπε έτσι – στο πιο ελληνικό του βέβαια, και όποτε με βλέπει έτσι με λέει ακόμα. Όταν λοιπόν έψαχνα ψευδώνυμο για εδώ, πήγε το μυαλό μου σε εκείνο, το πρώτο μου. Του έκανα όμως μια μετάφραση για να με εκφράζει περισσότερο, γιατί flashσημαίνει αστραπή, αλλά σημαίνει και λάμψη, σημαίνει και στιγμή, και σκέψη ξαφνική. Τώρα που είπα στιγμή… ας αφιερώσω ένα τραγουδάκι που αγαπάω πολύ… θα μου επιτρέψετε... διότι απόψε κάνω πρόγραμμα... και που είσαι ακόμα... :)
I was five and he was six We rode on horses made of sticks He wore black and I wore white He would always win the fight
Bang bang He shot me down, bang bang I hit the ground , bang bang That awful sound, bang bang My baby shot me down
Seasons came and changed the time When I grew up, I called him mine He would always laugh and say Remember when we used to play
Bang bang I shot you down, bang bang You hit the ground , bang bang That awful sound, bang bang I used to shoot you down
Music played and people sang… Just for me the church bells rang…
Now he's gone I don't know why And till this day some times I cry He didn't even say goodbye He didn't take the time to lie
Bang bang He shot me down, bang bang I hit the ground , bang bang That awful sound, bang bang My baby shot me down.
Nancy Sinatra
Αυτό ήθελα να ποστάρω. Αυτό το τραγούδι. Από χθες το τραγουδάω. Ψέματα. Από την Δευτέρα. Πέρασα ένα υπέροχο Σαββατοκύριακο. Και μια φρικτή Δευτέρα. Χθες ήθελα να κάτσω να τα γράψω, όμως υπάρχει Κατερίνα στην παρέα και τη στιγμή που χαλάρωσα και είπα οτι τελείωσε η μέρα, χτύπησε το τηλέφωνο και εγώ βρέθηκα να ετοιμάζομαι πάλι. Καλά πέρασα πάντως, μόνο που δεν ξεκουράστηκα. Με έχει πλημμυρίσει ένα συναίσθημα παραίτησης που το μισώ, μαζί με έναν συνεχή εκνευρισμό. Δεν ξέρω που ακριβώς οφείλεται αλλά μπορώ να κάνω υποθέσεις. Το Σαββατοκύριακο, όπως έλεγα, ήταν πολύ όμορφο για μένα, ξένοιαστο και αναζωογονητικό, οπότε και η Δευτέρα θα έπρεπε, ιδανικά, να είναι μια καλή, μια εύκολη μέρα για να κρατηθούν οι ισορροπίες και να διατηρηθεί λίγο ακόμα το συννεφάκι μου. Όμως την Δευτέρα όλα πήγαν στραβά, το συννεφάκι έσκασε και εγώ βρέθηκα πεσμένη φαρδιά-πλατιά να παρατηρώ τον κόσμο από... χαμηλά. Συμβαίνουν βέβαια και αυτά! Ακόμα και αυτήν την στιγμή έχω εκνευρισμό. Το νου σου, γιατί μεταδίδεται αυτό! Με ενοχλεί που νιώθω έτσι αδύναμη, παραιτημένη, οτι είμαι έξω από το παιχνίδι, και μάλλον εκεί οφείλεται και ο εκνευρισμός. Θα μου πεις, γιατί δεν εξετάζεις την πηγή του πρωταρχικού συναισθήματος; Δυσκολεύομαι να απαντήσω... θα σου πω οτι την ξέρω, αλλά δεν μπορώ να κάνω και πολλά... στα ίδια καταλήγουμε δηλαδή! Τώρα που το σκέφτομαι, και αν θέλω να το δω καθαρά ορθολογιστικά (λέμε τώρα!), μπορεί να φταίει η νικοτίνη, διότι το Σαββατοκύριακο κάπνισα αρκετά (από τα κομμένα, ξέρεις!) αλλά μετά θέλησα να επιστρέψω στην καθημερινότητα της μη καπνίστριας και ενώ χθες που βγήκα όλοι γύρω κάπνιζαν, εγώ κρατήθηκα στο ύψος μου! Μπορεί ακόμα να φταίει που έχω γενέθλια αύριο. Ω ναι! Ευχαριστώ ευχαριστώ! Τι να πω; Μπορεί στο τέλος τέλος να φταίει αυτό. Μπορεί να συνειδητοποιώ οτι μεγαλώνω. Μήπως μου έχει ξανασυμβεί για να ξέρω; Σα να μεγαλώνω πρώτη μου φορά, έτσι νιώθω!! Πολύ διαφορετική αυτή η χρονιά από όσες μέχρι τώρα είχα ζήσει. Έρχονται και Χριστούγεννα, αλλάζει η χρονιά, εποχή απολογισμών και ο δικός μου ξεκίνησε ήδη... Σκούρα τα πράγματα! Και εγώ που νόμιζα πως, ως Τοξότης, η έμφυτη αισιοδοξία μου ποτέ δεν θα με εγκαταλείψει...
Πες, λέει ο Σωκράτης στο συνομιλητή του, πως η ανθρώπινη ψυχή μοιάζει με ανθρώπους που κατοικούνε μέσα σε μια σπηλιά, που έχει ολάνοικτη είσοδο προς το φως.
Φαντάσου τους ανθρώπους αυτούς αλυσοδεμένους εκεί μέσα από την παιδική ηλικία στα πόδια και στο κεφάλι.
Δε μπορούν να σηκωθούν, αλλά ούτε και το κεφάλι τους να στρέψουν δεξιά κι αριστερά.
Κάθονται έτσι, ώστε να έχουν την είσοδο της σπηλιάς πίσω τους και είναι αναγκασμένοι να βλέπουν πάντα μπροστά χωρίς να μπορούν ποτέ να δουν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, ούτε προς το φως, αφού δε μπορούν να κουνήσουν το κεφάλι τους.
Υπόθεσε τώρα, πως πίσω τους καίει μια μεγάλη φωτιά και πως μπροστά απ' τη φωτιά περνάει ένας δρόμος, που ένας τοίχος τον χωρίζει από τους αλυσοδεμένους.
Η λάμψη της φωτιάς πέφτει στο βάθος της σπηλιάς και φωτίζει καλά το εσωτερικό της.
Βάλε με το νου σου, πως την ώρα αυτήν, περνάνε από το δρόμο άνθρωποι κρατώντας λογής-λογής σκεύη, αδριάντες και άλλα πολλά πράγματα της ανθρώπινης εργασίας, μετάλλινα, μαρμάρινα, ξύλινα.
Οι άνθρωποι αυτοί, καθώς διαβαίνουν, κρατάνε τα αντικείμενα τόσο ψηλά, ώστε υψώνονται αυτά πάνω από τον τοίχο που χωρίζει τους αλυσοδεμένους από το δρόμο.
Οι σκιές τότε των αντικειμένων, θα πέφτουν μέσα στο εσωτερικό της σπηλιάς.
Οι αλυσοδεμένοι θα βλέπουν τις σκιές των αγαλμάτων αυτών, όμως τις σκιές των ανθρώπων που τα κρατούν δε θα τις βλέπουν, γιατί αυτές θα πέφτουν επάνω στον τοίχο που χωρίζει τους αλυσοδεμένους από τη φωτιά.
Κι αν μάλιστα τύχει και έλθει κάποιος απόηχος από τις φωνές εκείνων που περνούν πίσω από τους αλυσοδεμένους, τότε αυτοί θα νομίσουν πως ο απόηχος αυτός έρχεται από τις ίδιες τις σκιές.
Θα πιστέψουν, πως οι σκιές μιλάνε, αφού ποτέ δεν είδαν πραγματικούς ανθρώπους, ούτε κι άκουσαν λαλιά ανθρώπου.
Αν τώρα κάποιος λυθεί καμιά φορά από τα δεσμά του και σηκωθεί και μπορέσει να γυρίσει το κεφάλι του προς τα πίσω και δει τη φωτιά, τότε θα θαμπωθούν τα μάτια του από τη φωτοβολία της και θα πονέσουν και δε θ' αντέξουν για να δουν τα αγάλματα, που αυτών πριν έβλεπαν τις σκιές.
Κι αν μάλιστα βρεθεί εκεί κοντά του κάποιος, που έχει ζήσει μέσα στο φως και μέσα στον πραγματικό κόσμο και του πεί, πως όσα έβλεπε πριν, όταν ήταν αλυσοδεμένος, ήτανε σκιές και φάσματα, και πως αυτά που βλέπει τώρα, είναι τα πραγματικά, τα αληθινά, τότε θα παραξενευτεί, θα δυσπιστήσει σ' αυτά που του λέει ο άλλος και θα εξακολουθεί να πιστεύει, πως οι σκιές ήτανε πιο αληθινές από τα πραγματικά αγάλματα.
Υπόθεσε τώρα, πως ο άνθρωπος, που έχει ζήσει μέσα στο φως και στέκει εκεί κοντά σ' αυτόν που λύθηκε από τα δεσμά του και σηκώθηκε, αναγκάζει τον άλλοτε δεσμώτη να ρίξει τα μάτια του προς το φως.
Τότε αυτός που λίγο πριν ήταν ακόμα δεσμώτης, θα αποστρέψει το βλέμμα του από το φως και θα ξαναγυρίσει με τη ματιά του σ' εκείνα που έβλεπε πριν, δηλαδή στις σκιές, και θα πιστεύει, πως αυτές είναι πιο καθαρές από τα αγάλματα τα ίδια, που του δείχνει τώρα αυτός που έζησε μέσα στο φως.
Και τι θα γίνει, αν θελήσει κανείς να εξαναγκάσει τον πριν δεσμώτη να βγει έξω από τη σπηλιά και να ατενίσει το φως της ημέρας;
Τότε είναι δα που δε θα μπορέσει να ρίξει το βλέμμα του σε κανένα επάνω αντικείμενο, που το καταυγάζει το ηλιακό φως.
Αυτός θα πρέπει πρώτα σιγά-σιγά να συνηθίσει το ηλιακό φως.
Και πριν απ' όλα θα πρέπει να δει τις σκιές, που σχηματίζονται από τ' αντικείμενα με το ηλιακό φως.
Έπειτα πάλι θα δει και θα γνωρίσει τις σκιές των ανθρώπων, των ζώων και των πραγμάτων, καθώς σχηματίζονται μέσα στα ήρεμα ύδατα.
Και ύστερα πια θα δει τους ίδιους τους ανθρώπους, τα ίδια τα ζώα και τα ίδια τα πράγματα.
Αργότερα ακόμα θα δει τον ουρανό - και τη νύχτα θα τον δει πιο εύκολα, γιατί το φως των άστρων και της σελήνης είναι απαλό.
Και τελευταία πια θα στρέψει το βλέμμα του και προς τον ήλιο τον ίδιο.
Και τότε θα καταλάβει, πως ο ήλιος είναι ο δημιουργός των χρόνων και των ορατών αντικειμένων, των πραγματικών και των εικονικών.
Τη στιγμή πια αυτή θα θυμηθεί τη ζωή της σπηλιάς, θα αναλογισθεί τους άλλοτε συνδεσμώτες του, θα λογαριάσει τον εαυτό του ευτυχισμένο για την απολύτρωση από εκεί μέσα και θα αισθάνεται βαθύ οίκτο για κείνους που μένουν ακόμα δεμένοι εκεί μέσα στη σπηλιά.
Και αν υπήρχαν εκεί κάτω μεταξύ τους τίποτα αμοιβές και έπαινοι και τιμητικές διακρίσεις για εκείνον που έβλεπε οξύτατα τις σκιές όταν περνούσαν, και θυμότανε ακριβώς ποιες περνούν πρώτες, ποιες μετά ή μαζί, και επομένως θα ήταν σε καλύτερη θέση από κάθε άλλον να πει από πριν ποια σκιά έμελλε να παρουσιαστεί σε ορισμένη στιγμή, τι λες, θα είχε μεγάλη επιθυμία γι' αυτά ακόμη, και θα ζηλεύει εκείνους που είχαν τέτοιες τιμές εκεί κάτω και υπερείχαν μ' αυτόν τον τρόπο απ' όλους τους άλλους ή θα πάθει αυτό που λέει ο Όμηρος για τον Αχιλλέα, και θα προτιμάει χίλιες φορές να ζει στον επάνω κόσμο και να είναι δούλος ενός φτωχού ανθρώπου και να υποφέρει οτιδήποτε άλλο παρά να εξακολουθεί να ζει όπως τότε εκεί κάτω, και να πιστεύει τα ίδια πράγματα;
Και πρόσεξε ακόμη κι αυτό.
Εάν αυτός ο άνθρωπος πήγαινε πίσω και έπαιρνε την παλιά του θέση, δε θα γινόταν πάλι σαν τυφλός από την ξαφνική αλλαγή από τον ήλιο στο σκοτάδι;
Και εάν, ενώ ακόμη δε διέκρινε τίποτα, και πριν ακόμη αποκατασταθεί η όραση του, πράγμα για το οποίο θα χρειαζότανε όχι και λίγος χρόνος, εάν λοιπόν γινότανε ανάγκη να διαγωνιστεί με τους άλλους τους παντοτινούς δεσμώτες και να πει τη γνώμη του για τις σκιές που περνούν, δε θα τους προξενούσε πολύ γέλιο και δε θα έλεγαν γι' αυτόν ότι επέστρεψε από εκεί που ανέβηκε με χαλασμένα τα μάτια, και ότι δεν αξίζει τον κόπο να έχει κανείς την επιθυμία να ανεβεί στον πάνω κόσμο;
Και αν κανείς επιχειρούσε να τους λύσει τα δεσμά και να τους ανεβάσει επάνω, δε θα ήταν ικανοί να τον σκοτώσουν, αν μπορούσαν να τον πιάσουν στα χέρια τους;
Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα, αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο, αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή, σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια, σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του, σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως. O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου. H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα. Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό. Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ' την πίκρα τους.
Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια, μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.
Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους - έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.
Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γενεια τους όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.
Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα, έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.
Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.
Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν, γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.
Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε - πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους, μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.
Tούτο το κόκκαλο που βγαίνει από τη γης μετράει οργιά-οργιά τη γης και τις κόρδες του λαγούτου και το λαγούτο αποσπερίς με το βιολί ώς το χάραμα καημό-καημό το λεν στα δυοσμαρίνια και στους πεύκους και ντιντινίζουν στα καράβια τα σκοινιά σαν κόρδες κι ο ναύτης πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Oδυσσέα.
Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά, κουβέντιασαν με τα λιθάρια, κεράσανε ρακί το θάνατο στο καύκαλο του παππουλή τους, στ' Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή και στρώθηκαν στο δείπνο κόβοντας τον καημό στα δυο έτσι που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι.
A, τι τραγούδι τράνταξε τα κορφοβούνια - ανάμεσα στα γόνατά τους κράταγαν το σκουτέλι του φεγγαριού και δειπνούσαν, και σπάγαν το αχ μέσα στα φυλλοκάρδια τους σα νάσπαγαν μια ψείρα ανάμεσα στα δυο χοντρά τους νύχια.
Ποιος θα σου φέρει τώρα το ζεστό καρβέλι μες στη νύχτα να ταΐσεις τα όνειρα; Ποιος θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς παρέα με το τζιτζίκι μη σωπάσει το τζιτζίκι, τώρα που ασβέστης του μεσημεριού βάφει τη μάντρα ολόγυρα του ορίζοντα σβήνοντας τα μεγάλα αντρίκια ονόματά τους;
Tο χώμα τούτο που μοσκοβολούσε τα χαράματα το χώμα που είτανε δικό τους και δικό μας - αίμα τους - πώς μύριζε το χώμα - και τώρα πώς κλειδώσανε την πόρτα τους τ' αμπέλια μας πώς λίγνεψε το φως στις στέγες και στα δέντρα ποιος να το πει πως βρίσκονται οι μισοί κάτου απ' το χώμα κ' οι άλλοι μισοί στα σίδερα;
Mε τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.
Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες. Aυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας. Kάτου απ' το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους κρατάνε της καμπάνας το σκοινί - προσμένουνε την ώρα, δεν κοιμούνται, προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Tούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας - δε μπορεί κανείς να μας το πάρει.
Στάχτη η ελιά, τ' αμπέλι και το σπίτι. Bραδιά σπαγγοραμμένη με τ' αστέρια της μες στο τσουράπι. Δάφνη ξερή και ρίγανη στο μεσοντούλαπο του τοίχου. Δεν τ' άγγιξε η φωτιά. Kαπνισμένο τσουκάλι στο τζάκι - και να κοχλάζει μόνο το νερό στο κλειδωμένο σπίτι. Δεν πρόφτασαν να φάνε.
Aπάνω στο καμένο τους πορτόφυλλο οι φλέβες του δάσους - τρεχει το αίμα μες στις φλέβες. Kαι νά το βήμα γνώριμο. Ποιος είναι; Γνώριμο βήμα με τις πρόκες στον ανήφορο. Tο σύρσιμο της ρίζας μες στην πέτρα. Kάποιος έρχεται. Tο σύνθημα, το παρασύνθημα. Aδελφός. Kαλησπέρα.
Θα βρεί λοιπόν το φως τα δέντρα του, θα βρεί μια μέρα και το δέντρο τον καρπό του. Tου σκοτωμένου το παγούρι έχει νερό και φως ακόμα. Kαλησπέρα, αδερφέ μου. Kαλησπέρα.
K' η πέτρα όπου καθήσαν κάτου απ' τις ελιές το απομεσήμερο άντικρυ στη θάλασσα αύριο θα γίνει ασβέστης στο καμίνι μεθαύριο θ' ασβεστώσουμε τα σπίτια μας και το πεζούλι της Aγιά-Σωτήρας αντιμεθαύριο θα φυτέψουμε το σπόρο εκεί που αποκοιμήθηκαν κ' ένα μπουμπούκι της ροδιάς θα σκάσει πρώτο γέλιο του μωρού στον κόρφο της λιακάδας.
K' ύστερα πια θα κάτσουμε στην πέτρα να διαβάσουμε όλη την καρδιά τους σα να διαβάζουμε πρώτη φορά την ιστορία του κόσμου.
Πιάνεις το χέρι. Eίναι δικό σου. Nοτισμένο απ' την αρμύρα. Δικιά σου η θάλασσα. Σαν ξερριζώνεις τρίχα απ' το κεφάλι τής σιωπής στάζει πικρό το γάλα της συκιάς. Όπου και νάσαι ο ουρανός σε βλέπει.
Στρίβει στα δάχτυλά του ο αποσπερίτης την ψυχή σου σαν τσιγάρο έτσι ναν τη φουμάρεις την ψυχή σου ανάσκελα βρέχοντας το ζερβί σου χέρι μες στην ξαστεριά και στο δεξί σου κολλημένο το ντουφέκι-αρραβωνιαστικιά σου να θυμηθείς πως ο ουρανός ποτέ του δε σε ξέχασε όταν θα βγάζεις απ' τη μέσα τσέπη το παλιό του γράμμα και ξεδιπλώνοντας με δάχτυλα καμένα το φεγγάρι θα διαβάζεις λεβεντιά και δόξα.
Ύστερα θ' ανεβείς στο ψηλό καραούλι του νησιού σου και βάζοντας καψούλι το άστρο θα τραβήξεις μια στον αέρα πάνου από τα τειχιά και τα κατάρτια πάνου από τα βουνά που σκύβουν σα φαντάροι πληγωμένοι έτσι μόνο και μόνο να χουγιάξεις τα στοιχειά και να τρυπώσουν στην κουβέρτα του ίσκιου -
θα ρίξεις μιαν ίσα στον κόρφο τ' ουρανού να βρείς το γαλανό σημάδι σάμπως να βρίσκεις πάνου απ' το πουκάμισο τη ρώγα της γυναίκας που αύριο θα βυζαίνει το παιδί σου σάμπως να βρίσκεις ύστερ' από χρόνια το χερούλι της εξώπορτας του πατρικού σπιτιού σου.
Όταν μεθαύριο λυώσουνε τα ρούχα τους και μείνουνε γυμνοί ανάμεσα στα στρατιωτικά κουμπιά τους έτσι που μένουν τα κομμάτια τ' ουρανού ανάμεσα από τα καλοκαιριάτικα άστρα έτσι που μένει το ποτάμι ανάμεσα στισ ροδοδάφνες έτσι που παει το μονοπάτι ανάμεσα στις λεμονιές στο έμπα της άνοιξης, τότε μπορεί να βρούμε τ' όνομά τους και μπορεί να το φωνάξουμε: αγαπάω. Tότε. Mα πάλι αυτά τα πράγματα είναι λιγάκι σαν πολύ μακρινά. Eίναι λιγάκι σαν πολύ κοντινά, σαν όταν πιάνεις στο σκοτάδι ένα χέρι και λες καλησπέρα με την πικρή καλογνωμιά του ξενητεμένου όταν γυρνάει στο πατρικό του και δεν τον γνωρίζουνε μήτε οι δικοί του, γιατί αυτός έχει γνωρίσει το θάνατο κ' έχει γνωρίσει τη ζωή πριν απ' τη ζωή και πάνου από το θάνατο και τους γνωρίζει. Δεν πικραίνεται. Aύριο, λέει. K' είναι σίγουρος πως ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού.
( Μονεμβασιά 1 Μαϊου 1909 - Αθήνα 11 Νοεμβρίου 1990)
Κορυφαίος Έλληνας ποιητής. Γεννήθηκε στη Μονεμβάσια την Πρωτομαγιά του 1909 και πέθανε στην Αθήνα το 1990. Πάνω από 100 ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα πεζογραφήματα (μυθιστορήματα τα ονομάζειίδιος), τέσσερα θεατρικά, όπως και μελέτες για ομότεχνους συγκροτούν το κύριο σώμα του έργου του. Πολυάριθμες μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του δημιουργού.
Ο πατέρας του ήταν κτηματίας αλλά έχασε την περιουσία του και πολύ νωρίς ο ποιητής δυστύχησε οικονομικά.
Γρήγορα το ενδιαφέρον του στράφηκε στην ποίηση και στα μεγάλα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα της εποχής του. Οι νέες ιδέες του ήταν μαρξιστικές. Αυτές οι ιδέες στάθηκαν αφορμή για περιπέτειες. Φυλακίστηκε, εξορίστηκε και εκτοπίστηκε πολλές φορές. Τόποι εξορίας του υπήρξαν η Μακρόνησος και ο Άγιος Ευστράτιος παλιά, η Γυάρος, η Λέρος και η Σύρος στην επταετία της χούντας. Η ζωή του ποιητή υπήρξε ταραγμένη και περιπετειώδης. Χαρακτηρίζεται από ασθένειες και πολιτικές διώξεις. Σίγουρα όλη αυτή η ένταση, επηρέασε την ποίησή του.
Το 1921 άρχισε να συνεργάζεται με τη «Διάπλαση των Παίδων». Πολλά από τα νεανικά του ποιήματα δημοσιεύτηκαν στο φιλολογικό παράρτημα της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» του Πυρσού.
Για να ανταπεξέλθει στις βιοτικές ανάγκες εργάστηκε ως χορευτής σε επιθεωρησιακό μπαλέτο (1930) αφού φοίτησε στη σχολή Μοριάνοφ. Επίσης, ο Ρίτσος ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και τη μουσική.
Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ άρχισε κα τη συνεργασία του με τον Ριζοσπάστη, με τα «Γράμματα για το Μέτωπο». Το 1935 κυκλοφορούν οι «Πυραμίδες», το 1936 ο «Επιτάφιος» και το 1937 «Το τραγούδι της αδελφής μου». Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1948-1952 εξορίστηκε σε διάφορα νησιά. Το 1956 τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος».
Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ από 75 Γάλλους ακαδημαϊκούς, συγγραφείς και νομπελίστες, το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1987 του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Διακρίθηκε όμως και με πολλά ξένα βραβεία. «Μέγα διεθνές βραβείο ποίησης» (Βέλγιο, 1972), διεθνές βραβείο «Γκεόργκι Δημητρώφ» (Βουλγαρία, 1975), μέγα βραβείο ποίησης «Αλφρέ ντε Βινύ» (Γαλλία, 1975), διεθνές βραβείο «Αίτνα-Ταορμίνα» (Ιταλία, 1976), «βραβείο Λένιν για την ειρήνη» (ΕΣΣΔ, 1977), διεθνές βραβείο «Μποντέλο» (1978).
Ποιος είναι λοιπόν ο Ρίτσος; Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων ή ο μοναχικός σκεπτικιστής, ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου»; Ο αισθησιακός που ρουφάει με όλους τους πόρους του τους χυμούς της ζωής, αυτός που κλείνει μέσα στ’ ανθρώπινο σώμα τον φυσικό κόσμο και , αντίστροφα, μεταμορφώνει το σύμπαν σε παλλόμενη σάρκα; Ο ερωτικός, που σκιρτά σ’ όλα τα αγγίγματα των σωμάτων και των αγαλμάτων, ή ο ασκητής που «απωθεί» κα «θεώνεται»; Ή μήπως ο φύσει υπαρξιακός που εκθέτει την αγωνία του στον ψιθυριστό διάλογό του με τον χρόνο και τον θάνατο; Ο «διχασμένος και διπλός», μας λέει ο ίδιος, επιβεβαιώνοντας τον υπερβατικό λόγο της ποίησης.
Και μια απλή καταγραφή του τεράστιου σε όγκο έργου του (πάνω από 100 ποιητικά βιβλία, 4 θεατρικά, πεζά, δοκίμια, μεταφράσεις) θα απαιτούσε πολλές σελίδες. Ας αρκεστούμε σε μια συνοπτική παρακολούθηση της ποιητικής πορείας.
1934-1936: Μέσα από τον παραδοσιακό στίχο, στις παράλληλες συλλογές Τρακτέρ (1930-34), Πυραμίδες (1930-35), εκφράζει τους νέους προσανατολισμούς του επιχειρώντας μια ρήξη που αποδεικνύεται όμως αρκετά επώδυνη.
Τον Μάιο του 1936, η αιματηρή καταστολή της διαδήλωσης των απεργών καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη, του εμπνέει τον Επιτάφιο, αυτό το μοιρολόι της μάνας μπροστά στο σώμα του σκοτωμένου γιού της, που μετατρέπεται σε κοινωνική διαμαρτυρία και εξέγερση. Στον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο μετακενώνεται η δημοτική και λόγια παράδοση, φορτίζοντας το σύγχρονο δράμα, ενώ η ανάκλαση του χριστιανικού μύθου ευαγγελίζεται μιαν άλλη ανάσταση. Ο Επιτάφιος παραδόθηκε στην πυρά από τους δικτάτορες της 4ης Αυγούστου.
1937-43: Είναι η περίοδος της λυρικής έκρηξης. Ένας μοντέρνος λυρισμός, σε ελεύθερο στίχο, όπου η μουσική ροή και τα ενσωματωμένα στοιχεία του υπερρεαλισμού πειθαρχούν στον ειρμό του αισθήματος και του στοχασμού. Ο υπαίθριος χώρος εισβάλλει σε τολμηρές φωτεινές και ονειρικές εικόνες. Οργιώδης φαντασία που ξέρει να γειώνεται ακουμπώντας πάντα στα απλά πράγματα.
Το 1937, συγκλονισμένος από τη ψυχική ασθένεια της αδελφής του Λούλας, που οδηγείται στο Δαφνί, γράφει «το τραγούδι της αδελφής μου». (Σημειωτέον οτι στο ίδιο ίδρυμα βρίσκεται ο πατέρας από το 1932). Είναι το ποίημα που θα το χαρίσει το «χρίσμα» του γέρου Παλαμά: «Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις».
Η «Εαρινή συμφωνία» (1937-38) έρχεται να επουλώσει πληγές: ψυχική ανάταση και θάμβος μπροστά στο θαύμα του πρωτοφανέρωτου έρωτα. Στο «Εμβατήριο του ωκεανού» (1939-40), το όνειρο το μεγάλο ταξιδιού τρέφεται με μνήμες του μονεμβασιώτικου βράχου. Αναπόληση μέσα στην άξενη πολιτεία όπου προβάλλεται κιόλας η εφιαλτική εικόνα της ναζιστικής θηριωδίας: «Οι άνθρωποι ετοιμάζουν σκάλες με ανθρώπινα κόκαλα για ν’ ανέβουν».
Την έντονη μουσικότητα διαδέχεται ένας υπόγειος ρυθμός στην «Παλιά μαζούρκα» σε ρυθμό βροχής (Μακρινή εποχή της εφηβείας), 1942, και στη «Δοκιμασία»(1935-43), όπου θα εισχωρήσουν προοδευτικά συμβολικές αναφορές στη κατοχική καταπίεση. Ο στίχος εκτείνεται, και το ύφος πλησιάζει «το πρότυπο της απλής συνομιλίας», τη χαρακτηριστική φωνή του Ρίτσου.
1944-53: Σ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής ο ποιητής είναι καθηλωμένος στο κρεβάτι από μια σοβαρή υποτροπή της αρρώστιας. Συμμετέχει στο καλλιτεχνικό τμήμα του ΕΑΜ. Πολλά από τα γραπτά του, μεταξύ των οποίων και ένα μυθιστόρημα, καταστράφηκαν στα Δεκεμβριανά. Στον εμφύλιο, εξορίζεται στη Λήμνο (1948), στη Μακρόνησο (1949), στον Αη Στράτη (1950). Απελευθερώνεται το 1952.
Από την «Τελευταία Π.Α. εκατονταετία» (1942), που γράφεται παράλληλα με την «Δοκιμασία», αρχίζει μία καινούρια περίοδος, η οποία καλύπτει αυτά τα δύσκολα χρόνια. Σχεδόν αποκλειστικά, ποιήματα του αγώνα και της εξορίας που, αν και διαφέρουν μορφικά μεταξύ τους, τα συνδέει η θεματική συνάφεια και η μεταφορά της νωπής ιστορικής εμπειρίας:
Η κοινότητα του πόνου θα εκφραστεί με τη μορφή του χορικού (Τρία χορικά, 1944-470. Την εποποιία της Αντίστασης ζωντανεύουν τα δίδυμα έργα «Ρωμιοσύνη», «Η Κυρά των αμπελιών» (1945-47): κλέφτες του’21 και αντάρτες πολεμούν μαζί τον κατακτητή. Σε αντιστοιχία, η αναβίωση της παράδοσης με δημοτικούς ρυθμούς και παραστάσεις γονιμοποιεί τον μοντέρνο, κάποτε υπερρεαλίζοντα στίχο στις επικολυρικές αυτές συνθέσεις. Στον «Πέτρινο Χρόνο» (1949), αντίθετα, ο λόγος απογυμνώνεται, γίνεται κραυγή που ανεβαίνει από την κόλαση της Μακρονήσου. Συμπύκνωση, εξομολογητικότητα στα απέριττα «Ημερολόγια Εξορίας», ενώ, παράλληλα κυλάει ένα ποίημα ποταμός (5.500 στίχοι), «Οι γειτονιές του κόσμου»(1949-51), το «χρονικό» της δεκαετίας 1940-1950. Με πολλά ενδιάμεσα στάδια, όπου η προσπάθεια να συντηρηθεί η φλόγα της πίστης αποκαλύπτει τα ρήγματα της ήττας της Αριστεράς, ο κύκλος κλείνει με την συγκλονιστική «Ανυπόταχτη Πολιτεία» (1952-53): Συνειδητοποίηση του βάθους της ήττας με την επιστροφή στη μουδιασμένη και «εκσυγχρονιζόμενη» Αθήνα. Προσπάθεια επανένταξης και εσωτερικός αγώνας για την ανάκτηση των χαμένων ελπίδων.
1954-67: Το 1954 ο Ρίτσος παντρεύεται με την γιατρό Φαλίτσα Γεωργιάδη. Τα χρόνια που ακολουθούν είναι μια ανάπαυλα ειρήνης και γαλήνης στο σπιτικό περιβάλλον. Η γέννηση της κόρης του Έρης του χαρίζει το ευφρόσυνο «Πρωινό άστρο» (1955). Η εποχή αυτή θα φέρει μία καινούρια καρποφορία. Εσωτερικές διεργασίες και αντικειμενικές συνθήκες (σχετική ύφεση του ψυχρού πολέμου και κάποια φιλελευθεροποίηση και στον τομέα της αισθητικής μετά το 20ο σοβιετικό συνέδριο) αποδεσμεύουν μία πολύτιμη ύλη που θα οδηγήσει το έργο του στην αιχμή της σύγχρονης ποίησης. Είναι η περίοδος των υψηλών συλλήψεων και των ευρηματικών μορφικών τρόπων της «Τέταρτης Διάστασης», που εγκαινιάζεται με την κλασική στην οικονομία της και την υποβλητική της γοητεία «Σονάτα του σεληνόφωτος» (1956, Α’ κρατικό βραβείο ποίησης).
Στα πολύστιχα αυτά ποιήματα (δραματικοί μονόλογοι τα περισσότερα), ο Ρίτσος μέσα από διαφορετικές περσόνες, σύγχρονες ή μυθολογικές, θα πραγματοποιήσει καταβυθίσεις στο σκοτεινό πηγάδι της ψυχής και του υποσυνείδητου, θα μιλήσει για τη μοναξιά, την ερωτική στέρηση, το γήρασμα του σώματος και των πραγμάτων (Σονάτα του σεληνόφωτος, Το νεκρό σπίτι, 1959, Κάτω από τον ίσκιο του βουνού, 1960), θα αναδείξει την αξία της απλής ζωής όπου συντελείται το θαύμα, αποενοχοποιώντας τον αντιήρωα (Ισμήνη, 1966-71), θα ανατάμει τις συνειδησιακές συγκρούσεις του ατόμου – φορέα της κοινωνικής πράξης (Ορέστης, 1962-66, Φιλοκτήτης, 1963-65). Κι ακόμα θα επιχειρήσει μια δυναμική ανακατάσταση του χρόνου μέσα από την ατομική και ιστορική μνήμη (Όταν έρχεται ο ξένος, 1958).
Οι αρχαιόθεμοι μονόλογοι αντλούν από τον κύκλο των Ατρειδών, των Λαβδακιδών και τον τρωικό κύκλο. Ο μύθος συγχωνεύεται με τις κοινωνικο-ιστορικές εμπειρίες όπως και με την ιστορία της επίσης τραγικής μονεμβασιώτικης οικογένειας. Τα ετερόκλητα στοιχεία οργανώνονται μέσα σε μια ιδιότυπη, ερεθιστική συγχρονία. Ο σχεδόν δοκιμιακός στοχασμός καλύπτεται από τη σεμνότροπη εξομολογητικότητα της καθημερινής κουβέντας.
Παράλληλα με τις συνθέσεις της Τ.Δ., καλλιεργείται συστηματικά το ολιγόστιχο ποίημα, που σαν να συμπυκνώνει τους πληθωρικούς μονολόγους. Λιτό, συχνά αινιγματικό, καταγράφει χαμηλόφωνα τις ελάχιστες χειρονομίες, τους ψυχικούς κραδασμούς, καθηλώνει το φευγαλέο καθαγιάζοντας την καθημερινότητα. Ο ποιητής διαλέγεται με τον κόσμο των πραγμάτων (έπιπλα, σκεύη, εργαλεία της δουλειάς), αυτών των «απλών, απτών, αδιανόητων και κατευναστικών αντικειμένων, αυτών των μικρών συσσωρευτών της χρήσιμης ανθρώπινης ενέργειας», καθώς λέει ο ίδιος σχολιάζοντας τις «Μαρτυρίες» (1957-65). Τα αντικείμενα, όπως όλα τα ζώντα ή άψυχα του σύμπαντος, βρίσκονται σε συνεχή ανταπόκριση με τον άνθρωπο. Κι αυτή η ποιητική όραση που νηματοδοτεί τον κόσμο είναι ίσως η μεγαλύτερη χάρη και δωρεά του ριτσικού έργου.
1967-72: Αμέσως μετά το πραξικόπημα του 1967, ο Ρίτσος οδηγείται πάλι στις εξορίες: Γυάρος, Λέρος και, στη συνέχεια, τίθεται σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο, ως το τέλος του ’70. Μαζί με τους δυνάστες, το φάσμα του θανάτου είναι συνεχώς παρόν (νοσηλεύεται στον Άγιο Σάββα φρουρούμενος). Από την άλλη, η διάσπαση του ΚΚΕ και η επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία δεν ήρθαν να τονώσουν το ηθικό του. Κι όμως η ζοφερή επταετία ήταν η πιο παραγωγική του περίοδος. Το πλήθος των βραβείων και των τιμητικών διακρίσεων στο εξωτερικό εξάλλου, όπως και οι μεταφράσεις σε διάφορες γλώσσες, μαρτυρούν την διεθνή απήχηση του έργου του που θα αυξάνεται ολοένα.
Οι δραματικές συνθήκες που σφράγισαν όλη αυτή την περίοδο μας επιβάλλουν να την ξεχωρίσουμε από την προηγούμενη, μολονότι κι εδώ καλλιεργούνται οι ίδιες ποιητικές μορφές. Η αλλαγή οπτικής και διάθεσης – όχι διαθεσιμότητας – υπαγορεύει και αλλαγές στο ύφος και στη γραφή: εισχωρεί ο σαρκασμός και η ειρωνεία, προπάντων το στοιχείο του παραλόγου.
Η τριπλή συλλογή Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα (1968-69) εκδόθηκε δίγλωσση στη Γαλλία: Καταγγελία του καθεστώτος αλλά και έκφραση πικρίας – ένα αίσθημα «απορφανισμού», ύστερα από την κρίση στις σοσιαλιστικές χώρες. Χωρίς να λείπει η αντιστασιακή δόνηση, όπως π.χ. στο χορικό «Ο αφανισμός της Μήλος» (1969) ή στα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» (1968), το κύριο σώμα των ποιημάτων αυτών των χρόνων διαποτίζεται από μία αίσθηση ματαιότητας και θανάτου. Σε συλλογές όπως «Ο τοίχος μέσα τον καθρέφτη» (1967-71), «Διάδρομος και σκάλα» (1970), «Γραφή τυφλού» (1972-73), εισβάλει ο κόσμος του «ημερινού και νυχτερινού εφιάλτη». Ένας κόσμος σακατεμένος, παραμορφωμένος, παρανοϊκός.
Αλλά και σε μονολόγους της «Τέταρτης Διάστασης», όπως ο «Αγαμέμνων»,η «Χρυσόθεμις», η «Ελένη» (1970), «Η επιστροφή της Ιφιγένειας» (1971-72), το κέντρο βάρους μετατίθεται στο υπαρξιακό πεδίο. Είναι η ώρα των απολογισμών: «Ο Τρωικός πόλεμος», «Η θυσία της Ιφιγένειας», η (σε προηγούμενη φάση , στο ποίημα Ορέστης) καθαρτήρια μητροκτονία, θέτουν τώρα το τραγικό, αναπάντητο ερώτημα: «προς τι;». Η έλλειψη νοήματος, το «μέγα τίποτα» κυριαρχεί. Η ιστορία είναι μία αέναη επανάληψη παθών και ο ζωοποιός λόγος αυτοακυρώνεται. Μένει ο ηρωικός πεσιμισμός της Ελένης; «…Ωστόσο – ποιος ξέρει – ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, και η ομορφιά του ανθρώπου…» Κι όμως μέσα στη δικτατορία θα ακουστούν αιφνίδια συνθέσεις εξόδου που προοιωνίζονται μία εύφορη δημιουργία, ενδεικτική της εγρήγορσης, της θεληματικότητας και της μανίας του ακατάβλητου ποιητή.
1972-83: Το κωδωνοστάσιο και η Γκραγκάντα (1972) ευαγγελίζονται την εξέγερση που ήταν να ΄ρθει, αλλά και εγκαινιάζουν νέους εκφραστικούς τρόπους. Μετα-υπερρεαλιστική, εξπρεσιονιστική γραφή, αμάλγαμα λόγιας και λαϊκής γλώσσας. Ένας κόσμος ρευστός, όπου άνθρωποι, ζώα, πράγματα συνδιαλέγονται απειθάρχητα: «…Και τα λόγια διασταυρούμενα, ανταποκρίσεις, απομακρύνσεις, παρεξηγήσεις, τυχαίες συνέχειες – το πιότερο μονόλογοι – λόγια ασυνάρτητα, ασήμαντα, ερευνητικά, αναπάντητα, απαραίτητα…», σχολιάζει ο ίδιος. Ένα αλλόκοτο σύμπαν μυρμηγκιάζει στην αστείρευτη φαντασία. Ίσως αυτό να σημαίνει «Γίγνεσθαι» (συγκεντρωτικός τόμος που εκδόθηκε το 1977), σε σχέση με ένα προηγούμενο «είναι». Τα «Επινίκια», επίσης συγκεντρωτικός τόμος που περικλείει συνθέσεις από το 1977 ως το 1983, ανακαλούν επικές μνήμες που προβάλλονται στο μέλλον. Ενοραματικές συλλήψεις του υπερώριμου Ρίτσου, ο οποίος επενδύει αξιωματικά μ’ όλη του την ποιητική σκεύη και τον παράφορο λυρισμό του, άλλη μια φορά, στο ιστορικό στοίχημα.
Προέκταση της ποίησης του, η πεζή εννεαλογία «Εικονοστάσιο ανώνυμων αγίων» (1983-86), σύντηξη ατομικών όπως και κοινωνικών βιωμάτων και ερωτικών φαντασιώσεων. Διάφορα προσωπεία του επιτρέπουν να εκφράσει μύχιες σκέψεις και επιθυμίες με δραματικούς ή παιγνιώδεις τρόπους, με μια τολμηρή, κάποτε ελευθεριάζουσα γλώσσα.
Ο Γιάννης Ρίτσος πέθανε στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας 50 ανέκδοτες συλλογές ποιημάτων. Με το έργο του εισήλθε σ’ όλα τα ορατά και αόρατα, άντλησε από το βάθος του χρόνου και το πλάτος του κοινωνικού χώρου. Εκμεταλλεύθηκε δυναμικά τον αστείρευτο πλούτο της νεοελληνικής γλώσσας. Συμφιλίωσε τους αγώνες για τα καίρια προβλήματα της εποχής μας με την εσωτερική βίωση των πραγμάτων και την αναζήτηση του νοήματος της ύπαρξης. Στις μείζονες συνθέσεις και στα μικρά ποιήματα, όπως και στα δοκίμιά του, ανέδειξε μία σύγχρονη ευαισθησία, προσαρμόζοντας τη φωνή του στους χαμηλούς τόνους της βαθιάς επικοινωνίας και της εξομολογητικότητας.
Οι συλλογές που εκδόθηκαν αμέσως μετά το θάνατό του με τον τίτλο Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα είναι η ύστατη χειρονομία του. Προδομένος από το όραμά του, κοιτάζει κατάματα το θάνατο μεταγγίζοντας και τις τελευταίες στιγμές του στο λόγο. «Γεύση βαθιά του τέλους προηγείται του ποιήματος. Αρχή».
Kάθομαι στο γραφείο μου, δίπλα στο παράθυρο και παρατηρώ το φεγγάρι που κοντεύει να γεμίσει. Πάντα με γοήτευε το φεγγάρι, το φεγγαρόφωτο, οι ιστορίες που λέγονται για αυτό, οι ιστορίες που το ίδιο θα σου πει αν ξέρεις να το ακούσεις, οι λέξεις που ψιθύρισε στα αυτιά των ποιητών και οι ύμνοι που είπαν αυτοί σε αυτό, τα μυστηριακά σκηνικά που δημιουργεί και στέκει αιώνιος πρωταγωνιστής, εσύ που του μοιάζεις τόσο πολύ... Από τότε που σε γνώρισα, δεν θαύμασα φεγγάρι μόνη μου. Πάντα είσαι εκεί. Τόσο κοντά όσο μακριά. Πότε κρατάς στη νύχτα συντροφιά και πότε λούζεις το δωμάτιο με φως, χαιδεύεις το πρόσωπό μου, του χαρίζεις μιαν απόκοσμη θωριά... κάτι θέλει να σου πει... μα δεν είσαι εδώ, πρόλαβαίνεις και το σκας την τελευταία στιγμή, και στέκεις ξανά μακριά, αγέρωχο φεγγάρι, μα δεν με αφήνεις να σταματήσω να σε κοιτώ. Δεν με ακούς που σου μιλώ. (Από τα ηχεία ακούγεται μια θεία μουσική, ιδανική υπόκρουση στην αποψινή σιωπή... )
Η σονάτα του σεληνόφωτος
(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δύο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο):
Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε! Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις. Άφησέ με να έρθω μαζί σου.
Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι, αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες, ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου λησμονημένα λόγια δε θέλω να τ ακούσω. Σώπα.
Άφησε με να έρθω μαζί σου λίγο πιο κάτου, ως την μάντρα του τουβλάδικου, ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο, τόσο αδιάφορη κι άυλη τόσο θετική σαν μεταφυσική που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του. Άφησε με να έρθω μαζί σου.....
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα, κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε, γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω τον θόρυβο του φουστανιού μου σαν τον θόρυβο δύο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν, κι όταν κλείνεσαι μέσα σ αυτόν τον ήχο του πετάγματος νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου, κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα, μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους, δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου, (δεν είναι τούτο η λύπη μου η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου). Άφησε με να έρθω μαζί σου
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί. Άφησε με να έρθω μαζί σου....
Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε, τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό, οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ' την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ' τα γόνατά της ή όπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική, μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει - μιάν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι, πιο στιλβωμένη απ' τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω στο στιλβωτήριο της γωνίας, ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ' την ίδια του ανάσα, τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δύο σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει ή ν' ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου είχα μανία με τα μαντίλια, όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο, τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς με το λιόγερμα ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το αντικρινό γιαπί ή να σκουπίζω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου, ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μιά απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.... Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι ν' απασχολώ τα δάχτυλά μου. Και τώρα θυμήθηκα πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δύο ξανθές πλεξούδες - 8, 16, 32, 64, - κρατημένη απ' το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς όλο φως και ροζ λουλούδια, (συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια κακή συνήθεια) 32, 64, - κι οι δικοί μου στήριζαν μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.
Λοιπόν, σου λεγα για την πολυθρόνα ξεκοιλιασμένη φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο, μα που καιρός και λεφτά και διάθεση τι να πρωτοδιορθώσεις; - έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα τ' άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθισαν άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα, όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε, και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ' το χώμα δίχως να ενοχλούνται απ' τη βροχή ή το φεγγάρι. Άφησε με να έρθω μαζί σου...
Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας του Αϊ-Νικόλα, ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω έχοντας στ' αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ' το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ' το φεγγάρι που 'ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε ντυμένος την αχλύ και την δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος, και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόμη, του εθυσίασα, έτσι λευκή κι απρόσιτη ν' ατμίζομαι μες στη λευκή μου φλόγα, στη λευκότητα του σεληνόφωτος, πυρπολημένη απ' τ' αδηφάγα μάτια των αντρών κι απ' τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων, πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα, άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο, στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα 'βλεπα) - ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς, ό,τι θαυμάζεις, σου φτάνει ο θαυμασμός σου, - θε μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων γιατί, έτσι πολιορκημένη απ' έξω κι από μέσα, άλλος δρόμος δε μου 'μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. - Όχι, δε φτάνει. Άφησε με να έρθω μαζί σου ...
Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με, γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη, ανένδοτη, μόνη και πάναγνη, ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη, γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού, στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μένουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο πέρα απ' τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. Δε φτάνει. Άφησε με να έρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια. Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου. Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις, να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ' το δοκάρι που κρέμασε. Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δε τολμάς να τ' ανοίξεις. Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω. Άφησε με να έρθω μαζί σου.....
Τούτο το σπίτι, παρ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει. Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του να ζει απ' τους νεκρούς του να ζει απ' τη βεβαιότητα του θανάτου του και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ' ετοιμόρροπα κρεββάτια και ράφια. Άφησε με να έρθω μαζί σου.
Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες στην άχνα της βραδιάς, είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλυτη, κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης, κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου. Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, - η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, - κι αν κάνεις να κοιτάξεις σ' αυτόν ή τον άλλον καθρέφτη, πίσω απ' την σκόνη και τις ραγισματιές, διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου, το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο.
Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο σαν κυκλικό ξυράφι πώς να το φέρω στα χείλη μου; όσο κι αν διψώ, - πως να το φέρω; - Βλέπεις; έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε, αυτό με βεβαιώνει ακόμη πως δεν λείπω. Άφησε με να έρθω μαζί σου....
Φορές-φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση πως έξω απ' τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης με τη γριά βαρειά του αρκούδα με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο και δεν τ' αφή- νουν πιαν να βγουν έξω μ' όλο που πίσω απ' τους τοίχους μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας κι η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της, μην ξέροντας για πού και γιατί έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της να διασκεδάζει τα παιδιά, τους αργόσχολους, τους απαιτητικούς, και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση, την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων, στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της, την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου έστω κι ενός αργού θανάτου την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ τη σκλαβιά της. Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι; Κι η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της, χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη της στις πενταροδεκάρες που της ρίχνουνε τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά (ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα) και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ. Άφησέ με να έρθω μαζί σου....
Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν σα στρογγυλά, μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών, τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες, φύκια κι όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα, δεν μπορώ ν' ανέβω πάλι στην επιφάνεια ο δίσκος μου πέφτει απ' τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι και βλέπω τις φυσαλίδες απ' την ανάσα μου ν' ανεβαίνουν, ν' ανεβαίνουν και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντές τες κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες, τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς; Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος του πνιγμού, κοράλλια και μαργαριτάρια και θυσαυρούς ναυαγισμένων πλοίων, απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά μελλούμενα, μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας, κάποιο ξανάσαμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε, μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη, κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια, μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω όχι τα δίνω, μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν πάντως εγώ τα δίνω. Άφησέ με να έρθω μαζί σου....
Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου. Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να 'ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε. Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;
Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο τι δυνατό το στήθος σου, - τι δυνατό φεγγάρι, - η πολυθρόνα, λέω κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι απ' το τραπέζι μένει από κάτω μιά τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του, και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου μην κοιτάξεις μέσα, έχει μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει μην κοιτάξεις, μην κοι- τάχτε, ακούστε με που σας μιλάω θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος ωραίος, ανάλαφρος θα πέσεις, - ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι, ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστιριακές φωνές δεν τις ακούτε; Βαθύ-βαθύ το πέσιμο, βαθύ-βαθύ το ανέβασμα, το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ' ανοιχτά φτερά του, βαθειά-βαθειά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, - τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης, όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα, ανάσα ωκεανού. Ωραίος, ανάλαφρος ο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα, εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα ο εξαίσιος ίλιγγος. Έτσι κάθε απόβραδο έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες...
Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμμιάν ασπιρίνη, άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου ν' ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο που κάνουν οι σωλήνες του νερού, ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη, ξεχνιέμαι κ ετοιμάζω δυο ποιος να τον πιει τον άλλον; - αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας απ' το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει με τα μαντίλια μου, τα στραβοπατημένα μου παπούτσια, τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματα μου, χωρίς καθόλου βαλίτσες τι να τις κάνεις; Άφησέ με να έρθω μαζί σου....
Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θα έρθω. Καληνύχτα. Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι. Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου, την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της την πολιτεία που μας αντέχει στη ράχη της με τις μικρότητες μας, τις κακίες, τις έχτρες μας, με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας, - ν' ακούσω τα μεγάλα βήματά της πολιτείας, να μην ακούω πια τα βήματα σου μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα...
(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα έκρυψε το φεγγάρι. Μονομιάς,σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μια πολύ γνωστή μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η "Σονάτα του Σεληνόφωτος", μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ' ένα ειρωνικό κι ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ' ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αη-Νικόλα, πριν κατέβει τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, - ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ' ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ' το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να είναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει: "Η παρακμή μιάς εποχής". Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνίες του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; Το ραδιόφωνο συνεχίζει.) ...